Διαβάστε το παρακάτω άρθρο και θα καταλάβετε τη διαφορά της σταθερής εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας και την τυχοδιωκτική στάση της Ελλάδος…Καιρός να ξυπνήσουμε Έλληνες:
Kατά τη διάρκεια της θητείας μου ως υπευθύνου των Πολεμικών Σχεδίων του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας (ΓΕΑ) 1962-1965, παρακολουθώντας από πολύ κοντά τις κινήσεις του τουρκικού Γενικού Επιτελείου, διεπίστωσα ότι ηργάζετο πολύ προσεκτικά και μεθοδικά, προκειμένου να αποκτήσει δικαιώματα στο Αιγαίο. Οταν τη διαπίστωσή μου αυτή μετέφερα τόσο προς τους ανωτέρους μου, όσο και προς τους συναδέλφους του επιπέδου μου, με αντιμετώπισαν σαν εξαιρετικά καχύποπτο, με μεγάλη φαντασία, αντιλέγοντας ότι οι «μπουνταλάδες δεν είναι ικανοί για τέτοιους σχεδιασμούς». Δυστυχώς, μια δεκαετία μετά (Νοέμβριος 1973) επιβεβαιώθηκα, με την εκχώρηση δικαιωμάτων ερευνών πετρελαίου από την τουρκική κυβέρνηση στην κρατική τους εταιρεία πετρελαίων, σε τμήματα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Αλλά και μετά το 1975 που είχε μεσολαβήσει η εισβολή στην Κύπρο και η έκδοση της τουρκικής παράνομης αγγελίας 714, η οποία χώριζε στη μέση το Αιγαίο, επεκτείνοντας το τουρκικό FIR δυτικά μέχρι τον 25ο μεσημβρινό, όταν διετύπωνα την άποψη, ως αρχηγός ΓΕΑ, ότι αυτό ήταν το πρώτο βήμα, καθότι τα σχέδιά των απέβλεπαν στη σταδιακή προσάρτηση του ανατολικού Αιγαίου, με ενδιάμεσα στάδια υφαλοκρηπίδα, εναέριο χώρο, χωρικά ύδατα, νησίδες και βραχονησίδες, και νησιά του ανατολικού Αιγαίου, με αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης, με άκουγαν μεν προσεκτικά, αλλά προσπερνούσαν το θέμα. Κατά τις διαπραγματεύσεις που είχαμε την περίοδο εκείνη για την κατάργηση της παράνομης τουρκικής αγγελίας, το υπουργείο Εξωτερικών ήθελε να πιστεύει τους ισχυρισμούς των Τούρκων «ότι εφοβούντο δική μας αιφνιδιαστική αεροπορική επίθεση, γι’ αυτό ζητούσαν να ενημερώνονται για κάθε κίνησή μας στο Αιγαίο». Επρεπε να ακολουθήσουν οι δηλώσεις της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας ότι τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου είναι προέκταση του τουρκικού χερσαίου χώρου και κακώς δόθηκαν στην Ελλάδα με τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923, η κρίση των Ιμίων το 1996, το μνημόνιο της Μαδρίτης με το οποίο αναγνωρίζονται ζωτικά συμφέροντά των στο Αιγαίο (1977), η παρέμβαση της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση (Ε.Ε.) που αμφισβήτησε την ελληνική κυριαρχία στα νησιά Φούρνοι, Αγαθονήσι, Φαρμακονήσι και Ψέριμος και ακόμη η δήλωση του τότε προέδρου Σ. Ντεμιρέλ ότι η Τουρκία διεκδικεί 132 νησίδες και βραχονησίδες στο Αιγαίο (1998).
Ακολούθησαν και άλλες δηλώσεις - προκλήσεις μικρότερες ή μεγαλύτερες, όπως η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και της Δωδεκανήσου, τα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης για να φθάσουμε σήμερα να ζητούν συζήτηση επί όλων των παράλογων - ανυπόστατων και ανιστόρητων απαιτήσεων, που έχουν κατά καιρούς, με σύστημα και σχέδιο, θέσει. Οι ελπίδες, που οι Ελληνες είχαν αποθέσει στην κυβέρνηση των ισλαμιστών και προσωπικά στον κ. Ερντογάν, απεδείχθησαν φρούδες, όταν ο ίδιος σε συζήτηση με τον Ελληνα πρωθυπουργό είπε ότι «θα αρχίσουμε από τα εύκολα προβλήματα».
Μήπως, λοιπόν, θα πρέπει κάποτε να πιστεύσουμε, εξετάζοντες προσεκτικά και αντικειμενικά την τουρκική πολιτική των τελευταίων δεκαετιών, ότι ο τουρκικός επεκτατισμός δεν είναι θέμα κυβερνήσεων, αλλά εθνική πολιτική που έχει υιοθετηθεί με συνέπεια από το σύνολο του τουρκικού έθνους, όπως αυτό εμφανίζεται τουλάχιστον σήμερα, και να ξεχάσουμε ότι η πολιτική αυτή θα αλλάξει με την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση;
Μήπως θα πρέπει να επανεξετάσουμε τη θέση μας έναντι της χώρας αυτής, προσμετρώντας επιπλέον των παραπάνω αναφερθέντων ότι η Τουρκία με τη Συμφωνία του Ελσίνκι αντί να υποχωρήσει, παραιτούμενη των παράλογων απαιτήσεων έναντι της χώρας μας, ανταμείφθηκε με την αναγνώριση των συνοριακών διαφορών και ενώ θα έπρεπε να είχε τακτοποιήσει την εκκρεμότητα αυτή πριν από την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, αυτές άρχισαν κανονικά και οι τουρκικές απαιτήσεις τέθηκαν προς το παρόν στα υπόψη, για μελλοντική χρήση;
Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν, ενώ η Τουρκία κατέχει στρατιωτικά το 40% ενός ανεξάρτητου κράτους - μέλους του ΟΗΕ, της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρά τις όσες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού. Και ακόμη, οι ενταξιακές διαδικασίες συνεχίζονται, παρά το γεγονός ότι δεν αναγνωρίζει αυτή τη Δημοκρατία, που είναι μέλος της Ε.Ε., στην οποία ζητεί να ενταχθεί;
Η Τουρκία εννοεί να γίνει μέλος της Ε.Ε. με τους δικούς της όρους και όχι με τους όρους της Ενωσης και μέχρι ώρας το επιτυγχάνει, διότι σε θέματα που θεωρεί εθνικού συμφέροντος δεν έχει κάνει ούτε ένα βήμα πίσω, όπως π.χ. το άνοιγμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, παρά τις συνεχείς συστάσεις της Ε.Ε., στην ουσία, ένα μηδαμινό θέμα σε σχέση με ό,τι έχει κερδίσει μέχρι σήμερα. Αλλωστε, κανένας στρατιωτικός ή πολιτικός παράγων δήλωσε ποτέ ότι θα αλλάξει η τουρκική πολιτική. Για την Τουρκία, η Ε.Ε. είναι ένα ακόμη πεδίο δράσης και εξυπηρέτησης των εθνικών της συμφερόντων.
Οταν, λοιπόν, η συμπεριφορά της είναι τόσο προκλητική εκτός Ε.Ε. είναι βέβαιο ότι πολλαπλά θα χειροτερεύσει, αν κάποτε ποτέ εισέλθει. Η συμπεριφορά της ως μέλους της Ατλαντικής Συμμαχίας επιβεβαιώνει την άποψη αυτή. Διότι είναι εντελώς παράλογο μια χώρα που έγινε μέλος μιας συμμαχίας για να προστατευθεί από υπάρχουσα απειλή, όπως η χώρα μας, να απειλείται από μέλος της συμμαχίας αυτής, την Τουρκία. Και ενώ η ίδια η συμμαχία θα έπρεπε να την επαναφέρει στην τάξη ή να την εκδιώξει, σφυρίζει αδιάφορα, επικαλούμενη μια γελοία νομικίστικη ερμηνεία του Βορειοανατολικού Συμφώνου.
Νομίζω ότι είναι καιρός να σταματήσουν οι αυταπάτες μας, να σταματήσουμε να βλέπουμε τις σχέσεις μας με την Τουρκία όπως εμείς θα θέλαμε να είναι και να προσγειωθούμε στην πραγματικότητα, αλλάζοντας ριζικά την πολιτική μας.
Οι Τούρκοι σέβονται μόνο τη δύναμη και σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε. Οσο πιο διαλλακτικοί είμεθα, τόσο αυτοί αποθρασύνονται, διότι το θεωρούν αδυναμία, δίδοντάς τους να καταλάβουν ότι σήμερα είμαστε πολύ δυνατοί, και το εννοώ αυτό, και συνάμα αποφασισμένοι. Και τότε θα δείτε πόσο καλοί γείτονες θα γίνουν.
- Ο κ. Περικλής Οικονόμου είναι πτέραρχος ε.α., επίτιμος ΑΓΕΑ.