Η ηρωική πορεία
Περίπου απ' το ίδιο σημείο που ο επισκέπτης διασχίζει σήμερα τον Αγραφιώτη - και πολύ κοντά στο σημείο της συνάντησης μας με τον Κ. Τάτση - στις 8 Οκτώβρη του 1947, χιλιάδες αντάρτες του ΔΣΕ, πέρασαν, ξεκινώντας τη μεγάλη πορεία των 1.000 χιλιομέτρων. Τότε, οι άντρες του ΔΣΕ Ρούμελης, ξεκίνησαν στις 8.10.1947, από τον Προυσσό για να φτάσουν στις 20 του ίδιου μήνα στη Βωβούσα Ιωαννίνων! Στη συνέχεια στις 29 Νοέμβρη 1947 κατηφόρισαν φτάνοντας στις 18 Δεκέμβρη ξανά στο Καρπενήσι και συγκεκριμένα στο Μικρό Χωριό. Ο στόχος της πορείας ήταν διπλός: ένα μέρος θα εξοπλιζόταν και ένα άλλο θα έμενε στο μέτωπο του Γράμμου.
Να πώς περιγράφει ο Β. Αποστολόπουλος την αρχή αυτής της διαδρομής: «Ωρα 10 βραδινή. Ξεκινά η γιγάντια φάλαγγα, αφού προηγήθηκαν μάχιμα τμήματα να ελέγξουν και καθαρίσουν το δρομολόγιο από μικρές αντιστάσεις που θα συναντούσαν. Τέσσερις χιλιάδες (4.000) μάχιμοι και άοπλοι, λαός, μεταγωγικά, ένα δυνατό ασκέρι, σηκώνει φτερό για την Ηπειρο, για το άγνωστο. Το σκοτάδι είναι πυκνό, πίσσα. Κατηφορίζουμε, μέσω του συνοικισμού Κρέντης, που μοιάζει πως βρίσκεται σε λήθαργο, προς τον ποταμό Αγραφιώτη. Αρχίζει ένα στενό, κατηφορικό μονοπάτι, με πέτρες φυτρωμένες πάνω του, που μας πεδουκλώνουν. Μας κουκουλώνουν χιλιόχρονες βελανιδιές και αριές, που κάνουν το σκοτάδι πυκνότερο, το σύρσιμο δυσκολότερο, το γλίστρημα ευκολότερο. Ο ψίθυρος που πιάνουν τ' αυτιά μας είναι χαμηλόηχες βρισιές. Κάποια φορά, ασπροβόλησε η κοίτη του Αγραφιώτη (…)» (σελ. 38).
Στο δρόμο για τ' Αγραφα
Ανεβαίνουμε τον Αγραφιώτη, απ' το σημερινό δρόμο, ο οποίος έχει αρχίσει να αναβαθμίζεται και να ασφαλτοστρώνεται. «Οταν πηγαίνατε στ' Αγραφα, περνούσατε απ' αυτή τη διαδρομή;», ρωτάμε.
Ο Κ. Τάτσης, μας λέει: «Για τ' Αγραφα, περνούσαμε από ψηλά, όχι από την κοιλάδα του Αγραφιώτη. Αλλά όταν είχαμε και τραυματίες περνούσαμε από τον ομαλό δρόμο, γιατί δεν μπορούσαν τέσσερα άτομα να κουβαλήσουν το φορείο. Και έπρεπε ο δρόμος να είναι κάπως ευνοϊκός. Και σε εκείνες τις περιπτώσεις που τους κατεβάζαμε κάτω από το βουνό, που ήταν πολύ στενό το μονοπάτι, εκεί το έπαιρναν το φορείο δύο, για να το περάσουν από το στενό μέρος. Και μετά ξανά, έμπαιναν όλοι στη σειρά. Τους τραυματίες τους πήραμε από τη Σκουλικαριά (σ.σ.: ένα χωριό της Αρτας) και τους φέραμε στα Αγραφα. Κάναμε περίπου τρία εικοσιτετράωρα».
Στη διαδρομή προς το χωριό των Αγράφων ο Κ. Τάτσης μας διηγήθηκε πώς, το 1948, πέρασε αυτή τη διαδρομή με άλλους εθελοντές, χωριανούς και κοντοχωριανούς από τα χωριά της Αρτας. «Ολοι μας ήμασταν ενταγμένοι προσωρινά για αυτή την αποστολή σε Διμοιρία με διοικητή τον Κώστα Κωσταντέλια», μας λέει. «Η Διμοιρία, είχε αναλάβει αποστολή να μεταφέρει βαριά τραυματισμένους μαχητές και αξιωματικούς της 2ης Μεραρχίας που οι περισσότεροι τραυματίστηκαν στη σκληρή μάχη του ΔΣΕ για την κατάληψη της πόλης Αμφιλοχίας την 30 Ιούνη - 1 Ιουλίου 1948, αλλά ήταν και κάποιοι που τραυματίστηκαν από πυρά αεροπορίας στις μάχες που έδωσαν τα τμήματα στο Αϊ - Λια Ανω Πέτρας και σε άλλα υψώματα».
Και ένα απρόοπτο
«Αλλά είχαμε και απρόοπτα, σε αυτή την πορεία μεταφοράς των τραυματιών», μας λέει καθώς προχωρούμε ο Κ. Τάτσης. «Εδώ, όπως περάσαμε το ποτάμι (σ.σ.: τον Αγραφιώτη), ένας από τους εθελοντές, μας λιποτάχτησε. Μας λιποτάχτησε και δεν το περιμέναμε. Παιδί αγωνιστή, ο πατέρας του φυλακή, ξυλοκοπήθηκε με τα γεγονότα στο χωριό Κλειστό και ο γιος του - ο μεγαλύτερος, γιατί ο μικρότερος μάς έμεινε - τρύπωσε εδώ μέσα και μας έφυγε. Ο διμοιρίτης αναστατώθηκε και δικαιολογημένα. Εμείς όλοι είχαμε μια πίκρα - καταλαβαίνετε πόσο στενοχωρηθήκαμε - και ψάξαμε μήπως είναι εδώ κοντά. Τίποτα δεν μπορούσαμε να βρούμε και τελικά συνεχίσαμε την πορεία».
Η μάχη της Αμφιλοχίας
Πριν προχωρήσουμε, όμως, ας πούμε λίγα λόγια για τη μάχη της Αμφιλοχίας, μια απ' τις σημαντικότερες μάχες του ΔΣΕ Ρούμελης, ώστε ο αναγνώστης να αντιληφθεί καλύτερα τα όσα εξιστορούνται. Στη διάρκεια των μεγάλων επιχειρήσεων στο Γράμμο, το καλοκαίρι του 1948, και ενώ το σχέδιο «Κορωνίς» βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ έδωσε εντολή στη II Μεραρχία της Ρούμελης, να προχωρήσει σε έναν «αντιπερισπασμό». Να καταλάβει την Αμφιλοχία, ώστε, ενεργώντας στα νώτα των κυβερνητικών δυνάμεων, να αποσπάσει κάποιες από τις δυνάμεις τους, από το κύριο μέτωπο.
Να πώς περιγράφεται στο βιβλίο «Ο ΔΣΕ στη Ρούμελη» αυτή η μάχη (σελ. 147-149): «Τα μεσάνυχτα της 30.6.48 τα ορισμένα τμήματά μας έφτασαν στ' ακραία σπίτια της Αμφιλοχίας χωρίς να συναντήσουν καμιά αντίσταση. Ο σταθμός διοίκησης της Μεραρχίας βρίσκεται στα Σαρδίνινα, πολύ κοντά στην επιχείρηση. Τη χαραυγή της 1ης Ιούλη 1948 η μάχη γενικεύεται και ο αγώνας παίρνει φοβερές διαστάσεις. Την πόλη υπερασπιζόταν δύναμη ως δύο ταγμάτων πεζικού που είναι οχυρωμένα σε σημεία ετοιμασμένα, αλλά και μέσα σε σπίτια. Από τις πρώτες ώρες παίρνουν μέρος στη μάχη με κανονιοβολισμό 2 ή 3 μικρά πολεμικά που βρίσκονταν στο λιμάνι».
Η μάχη ήταν σκληρή καθ' όλη τη διάρκειά της. Το ίδιο βράδυ, τα τμήματα του ΔΣΕ κατάφεραν να απαγκιστρωθούν απ' τις θέσεις τους. Η μάχη χάθηκε, ωστόσο, ήταν σκληρή και γεμάτη απώλειες. Τουλάχιστον 14 οι επιβεβαιωμένοι νεκροί του ΔΣΕ. Δύο σοβαρά τραυματίες: Ο ταγματάρχης Κώστας Βραχωρίτης στην κοιλιά, και ο λοχαγός Σπύρος Παφίλης στο χέρι και τη σπονδυλική στήλη. Τους τραυματίες αυτής της μάχης μετέφερε, με τον τρόπο που μόλις μας διηγήθηκε, ο Κ. Τάτσης.
Στο Μοναστηράκι
Συνεχίζουμε την πορεία μας προς τα Αγραφα, πάντα ακολουθώντας τον Αγραφιώτη. Γύρω μας, παντού, υψώνονται τα βουνά. Τα βουνά των ανταρτών. Στα μισά περίπου της διαδρομής, λοξοδρομούμε για να βγούμε στο χωριό Μοναστηράκι. Αυτή η παράκαμψη καθόλου τυχαία δεν ήταν, αφού, το Μάρτη του '49, ο Κ. Τάτσης είχε στρατοπεδεύσει εκεί, μαζί με πολλά τμήματα της Μεραρχίας ΙΙ, ενόψει της επιχείρησης στην Αρτα, η οποία πραγματοποιήθηκε 21 με 24 Μάρτη.
Να πώς περιγράφει ο Κ. Τάτσης, τη διαμονή του στο χωριό εκείνες τις μέρες, στο βιβλίο του «Το οδοιπορικό ενός ανταρτοεπονίτη στο ΔΣΕ» (σελ. 171-172): «Περίπου στις 13.3.1949 το βράδυ, φτάσαμε στο χωριό Μοναστηράκι, όπου είχαν συγκεντρωθεί πολλά τμήματα της 2ης Μεραρχίας και συνέχιζαν να καταφτάνουν ακόμα. Τα σπίτια του χωριού δεν επαρκούσαν για όλους, γι' αυτόν το λόγο κάναμε χρήση των αποθηκών, των καλυβιών, ακόμα και των στάβλων. Ομως ήμασταν μέσα και είχαμε τη δυνατότητα να ανάψουμε φωτιά, αφού πρώτα είχαμε εξασφαλίσει καυσόξυλα. Οι καιρικές συνθήκες απέκλεισαν τις αεροπορικές επιδρομές. Από συσσίτιο είχαμε εξασφαλίσει να υπάρχει 3 φορές την ημέρα, φυσικά, κρέας υπήρχε λίγο. Εδώ ξεκουραστήκαμε αυτές τις 3 - 4 ημέρες, κάνοντας στρατιωτικά και πολιτικά μαθήματα, αλλά και σκοποβολή».
Εκεί, μας έδειξε το σημείο όπου έκανε σκοποβολή με το οπλοπολυβόλο «Μπρεντ», παρουσία του Κολιγιάννη, πριν την επιχείρηση της Αρτας και είχε υψηλές αποδόσεις.
Η μάχη στη Γέφυρα του Κοράκου
Η μάχη της Γέφυρας του Κοράκου, που εντασσόταν στην επιχείρηση της Αρτας, ήταν μια απ' τις μεγαλύτερες μάχες που έδωσε ο ΔΣΕ Ρούμελης, με τη συμμετοχή σχεδόν του συνόλου των δυνάμεών του. «Από το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ δόθηκε εντολή στις δύο μεραρχίες του ΚΓΑΝΕ να ενεργήσουν διείσδυση προς την Αρτα, για να βοηθήσουν επιθετικό ελιγμό που σχεδίαζε το ίδιο, στο χώρο της Β. Πίνδου», αναφέρει ο Β. Αποστολόπουλος (σελ. 214). Και συνεχίζει: «Στις 21 Μάρτη 1949, οι δυνάμεις των δύο Μεραρχιών μας βρίσκονται ανατολικά της Αρτας. Οταν αντιλαμβάνεται ο αντίπαλος πως η Αρτα είναι ο στόχος των ανταρτών, φέρνει 4 τάγματα από την περιοχή της Κόνιτσας και άλλα 4 από την περιοχή της Αμφιλοχίας προς την Αρτα. Τις σημαντικότερες δυνάμεις του, τις κατευθύνει προς το βουνό Πρατίνα, προσπαθώντας να πλευροκοπήσει τα τμήματά μας».
Εγιναν σκληρές μάχες για την κατάληψη της γέφυρας από τον κυβερνητικό στρατό, με στόχο να ολοκληρώσει την κυκλωτική κίνηση και να σφίξει σαν τανάλια τις δυνάμεις του ΔΣΕ στη Ρούμελη. Ωστόσο, κάτι τέτοιο ποτέ δεν το κατάφεραν. Η τελική φάση της μάχης δόθηκε στις 28 Μάρτη 1949. Το βράδυ, αργά, της ίδιας μέρας, ολοκληρώθηκε η σύμπτυξη των τμημάτων του ΔΣΕ. Και ήταν μόλις τότε που ο κυβερνητικός στρατός κατάφερε να πλησιάσει τη γέφυρα. Την οποία, όμως, ανατίναξαν τα τμήματα του λαϊκού στρατού, πριν προλάβει να συνεχίσει τη σφοδρή του επίθεση. Σε όλη τη διάρκεια της μάχης, τα τμήματα του ΔΣΕ είχαν να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις της αεροπορίας, όλμους - που έβαλλαν από καλύτερες θέσεις - και ένα συνεχή καταιγισμό πυρών.
Ο τραυματισμός
Στη διάρκεια αυτής της μάχης τραυματίστηκε και ο Κ. Τάτσης, όπως μας διηγείται. Ο ίδιος φυλούσε μαζί με μια ομάδα το τελευταίο σπίτι πριν περάσει τη γέφυρα, δηλαδή, μια απόσταση 50 μέτρων. Να πώς περιγράφει στο βιβλίο του «Το οδοιπορικό ενός ανταρτοεπονίτη στο ΔΣΕ» (σελ. 187-188), αυτές τις στιγμές:
«Περίμενα με αγωνία την αραίωση των πυρών και το σταμάτημα των φωτοβολίδων, μαζί με 15 - 20 άλλους μαχητές και μαχήτριες για να προχωρήσω, για κακή μου τύχη όμως δεχτήκαμε έναν καταιγισμό πυρών όλμων. Το σπίτι δέχτηκε πάνω από 10 βλήματα, ένα από αυτά εξερράγη στην πλευρά του σπιτιού που βρισκόμουν και εγώ. Σε αυτή την πίσω πλευρά του σπιτιού προς τον δρόμο, βρέθηκα και εγώ πεσμένος μπρούμυτα πάνω στο παγωμένο χιόνι και 2 βλήματα από οβίδα όλμου με είχαν τραυματίσει, το ένα από την αριστερή πλευρά (πέρασε μεταξύ 3-4 πλευρών) και κατέληξε τυφλό τραύμα στο συκώτι. Το δεύτερο βλήμα με τραυμάτισε στο κάτω μέρος του καλαμιού, στο αριστερό πόδι, και αυτό το τραύμα, επίσης, ήταν τυφλό.
Η αιμορραγία - συνεχίζει - από το τραύμα στο συκώτι ήταν εσωτερική και μόνο λίγο αίμα βγήκε από την εξωτερική, αριστερή πλευρά, που τρύπησε το βλήμα, ενώ η βασική αιμορραγία γινόταν στην κοιλιακή χώρα και έβγαινε αίμα από το στόμα και τη μύτη. Επίσης το τυφλό τραύμα στο πόδι είχε έντονη αιμορραγία. Μετά από την πρώτη στιγμή του τραυματισμού μου, έχασα τις αισθήσεις μου, και έμεινα πάνω στο παγωμένο χιόνι παραπάνω από 2 ώρες». Ο Κ. Τάτσης σώθηκε χάρη στη βοήθεια των συντρόφων του...
Στο χώρο του Κινητού Νοσοκομείου
Αφήνουμε πίσω μας το Μοναστηράκι και συνεχίζουμε το οδοιπορικό μας προς το Τροβάτο, όπου βρισκόταν το Κινητό Νοσοκομείο. Στο δρόμο περνάμε από τον οικισμό Κραβασαρά, όπου υπήρχε Νοσηλευτικός Σταθμός για τους τραυματίες του ΔΣΕ. Εδώ ο Κ. Τάτσης αναγνωρίζει το μέρος που συναντήθηκε - αυτός κι άλλος ένας τραυματίας μαζί του - με δύο μαχητές της επιμελητείας. Αυτοί τους οδήγησαν στο Κινητό Νοσοκομείο.
Ο καιρός, δυστυχώς, δεν είναι σύμμαχός μας. Η βροχή παραμονεύει και η κατολίσθηση βράχων είναι πιθανή. Ο δρόμος είναι απόκρημνος και από πάνω μας τα βράχια στέκουν απειλητικά. Στη διασταύρωση των δρόμων προς Αγραφα και Τρίδεντρο, κατηφορίζουμε μέσα από το στενό δρόμο προς το Τρίδεντρο και από εκεί παίρνουμε το δρόμο προς το χωριό Βραγγιανά. Εκεί βρεθήκαμε στο σημείο της διασταύρωσης του Μαυρορέματος με τον Αγραφιώτη. «Ακριβώς εδώ έγινε ο κλοιός του Κινητού Νοσοκομείου», μας λέει ο Κ. Τάτσης και μας δείχνει μπροστά μας τα απέναντι δασωμένα βουνό και τη ρεματιά. Από εκείνο το σημείο, ο Κ. Τάτσης και άλλοι εφτά σύντροφοι συμμαχητές του κατόρθωσαν μέσα από πολλές δυσκολίες να ξεφύγουν από τον κλοιό και να διαφύγουν προς την οροσειρά της Νιάλας.
Λίγα λόγια για το Υγειονομικό του ΔΣΕ
Πριν δούμε τι έγινε με τον κλοιό του Κινητού Νοσοκομείου στο Τρίδεντρο, θα πρέπει να πούμε λίγα λόγια για το Υγειονομικό του ΔΣΕ, ώστε ο αναγνώστης να αποκτήσει καλύτερη εικόνα των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν οι τραυματίες και οι γιατροί του λαϊκού στρατού.
Τον πρώτο καιρό του αντάρτικου κινήματος, η υγειονομική περίθαλψη ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. «Τις ελαφρές πληγές τους οι πρώτοι αντάρτες τις περιποιούνταν μόνοι τους. Τις έπλεναν με νερό, με κρασί ή με λάδι και για επιδέσμους χρησιμοποιούσαν πανιά ή κομμάτια από ρούχα. Οι ελαφρά τραυματίες ακολουθούσαν τα τμήματα, ενώ όσοι δεν μπορούσαν να μετακινηθούν κρύβονταν σε μαντριά, σε σπηλιές ή στα δάση, με κίνδυνο να πέσουν στα χέρια του εχθρού. Μαζί μ' αυτούς, τον ίδιο κίνδυνο διέτρεχαν και οι αντάρτες της υποτυπώδους υγειονομικής υπηρεσίας, που τους φύλαγαν και τους παρείχαν στοιχειώδη βοήθεια», αναφέρεται στο έργο «Η τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ» (σελ. 301-302).
Ωστόσο, ακόμη και όταν το αντάρτικο φούντωσε, οι δυσκολίες συνεχίστηκαν. «Δεν είναι υπερβολή να αναφερθεί ότι επρόκειτο για ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα, που αντιμετώπιζε ο Δημοκρατικός Στρατός», σημειώνεται στο ίδιο έργο (σελ. 302). «Γενικά», σημειώνεται σε άλλο σημείο (σελ. 302-303), «πουθενά δεν υπήρξαν εκείνες οι συνθήκες, που θεωρούνται απαραίτητες, για να κατορθώσει ο γιατρός να προσφέρει, στο βαθμό που χρειάζεται και μπορεί, τις υπηρεσίες του».
Σε κλοιό...
Τι έγινε, όμως, με το Κινητό Νοσοκομείο του ΔΣΕ Ρούμελης, στις 22 Μάη του 1949, στο Τρίδεντρο; Ας δώσουμε το λόγο στον Κ. Τάτση: «Στις 22.5.49, περίπου τις πρωινές ώρες, πριν ακόμα καλά - καλά βγει το φως την ημέρας, περάσαμε το ποτάμι Αγραφιώτης, το οποίο έρχεται από Τροβάτο και Βραγγιανά, στο σημείο που ενώνεται με τη ρεματιά, που ονομάζεται Μαυρόρεμα και κατεβαίνει από τη Νιάλα. Στη συνέχεια προωθηθήκαμε μέσα στο Μαυρόρεμα προς τη Νιάλα σε απόσταση 60 - 80 μέτρα. Εκεί, σε εκείνη τη ρεματιά, κάτω από τα νέα και γεμάτα βλάστηση πλατάνια και άλλα διάφορα δέντρα, αποφασίσαμε να κάνουμε λούφα την ημέρα.
Η κούραση, η πείνα, τα τραύματα και η αδυναμία που γενικά προερχόταν από την έλλειψη διατροφής για μεγάλα χρονικά διαστήματα, έριξε αμέσως την απόλυτη πλειοψηφία των τραυματιών σ' έναν βαθύ ύπνο. Αφού πέρασαν περίπου 2-3 ώρες, απότομα, μας αιφνιδίασε μια ριπή από οπλοπολυβόλο και μερικές τουφεκιές του αντιπάλου, που βρισκόταν στα 70 - 80 μέτρα στην ευθεία και είχε ανοίξει πυρ σε κάποιους μαχητές της Διμοιρίας Ασφαλείας του Νοσοκομείου που είχαν πάει σε κάποια σπιτάκια που βρίσκονταν στη δασωμένη πλαγιά πιο πέρα. Πρέπει να τονιστεί ότι η Διμοιρία Ασφαλείας δεν είχε καταλάβει θέσεις γύρω από τον καταυλισμό μας και δεν παρατηρούσε κανένας τις κινήσεις του στρατού, γεγονός που οδήγησε στον αιφνιδιασμό μας, και έτσι η Διμοιρία αυτή με τους περίπου 17 μαχητές δεν μπόρεσε να ρίξει ούτε μια ντουφέκια στον στρατό» («Το οδοιπορικό ενός ανταρτοεπονίτη στο ΔΣΕ», σελ. 208-209). «Τότε - συνεχίζει σε άλλο σημείο - με τις πρώτες ριπές του οπλοπολυβόλου του αντιπάλου, καταλάβαμε ότι βρισκόμαστε σε κλοιό, χωρίς φυσικά, να γνωρίζουμε καθαρά τις θέσεις του, ούτε καν κάποιος να βρεθεί να καθοδηγήσει τους τραυματίες και τους είδαμε να σκορπίζουν ανοργάνωτα μέσα στη δασωμένη ρεματιά».
Πώς ξέφυγαν και βγήκαν στη Νιάλα
Κατά το μεσημέρι της ίδιας μέρας, όπως μας λέει ο Κ. Τάτσης, ο στρατός κατάφερε να πιάσει τη βασική μάζα των τραυματιών, γύρω στους 60 - 70 μαχητές του ΔΣΕ, και να τους οργανώσει σε φάλαγγα που οδηγήθηκε προς το χωριό των Αγράφων. Ωστόσο, ένα μέρος των τραυματιών και του νοσηλευτικού προσωπικού διέφυγε πάνω στη δασωμένη ρεματιά. Μόλις αυτή η κίνηση έγινε αντιληπτή απ' τις δυνάμεις του στρατού, άρχισε να καταλαμβάνει θέσεις - κλειδιά γύρω απ' τη ρεματιά, για να ανακόψει το πέρασμα των ανταρτών στη δασωμένη περιοχή, οπότε θα ήταν πιο εύκολο να διαφύγουν.
Οπως μας λέει ο Κ. Τάτσης, εκτός απ' τη δική του ομάδα των 8 μαχητών που κατάφερε να διαφύγει, ήταν και άλλη μια ομάδα 16-17 ανταρτών που προέρχονταν από τη Διοίκηση και τη Διμοιρία Ασφαλείας του Κινητού Νοσοκομείου. Το μεσημέρι, πάνω στη Νιάλα - συνεχίζει τη διήγησή του ο Κ. Τάτσης - εμφανίστηκε δύναμη του στρατού, με στόχο να ανακόψει τη διαφυγή των ανταρτών. Ομως, η ομάδα των 17 μαχητών είχε ήδη προλάβει να περάσει και να κατευθυνθεί προς το χωριό Καροπλέσι. Η ομάδα που ήταν και ο Κ. Τάτσης είχε μείνει στο δασωμένο. «Εκτιμώντας την κατάσταση (...) διαπιστώσαμε ότι την επόμενη ημέρα θα είναι δύσκολο να καταφέρει κάποιος να κρυφτεί σ' αυτόν το χώρο από το στρατό. Τότε, καταλήξαμε στην ομόφωνη, μοναδική και επικίνδυνη απόφαση να περάσουμε τη νύχτα την οροσειρά της Νιάλας, που ήταν πιασμένη από το στρατό. Το σημείο που επιλέξαμε να περάσουμε στη Νιάλα ήταν ο μεγάλος αυχένας, όπου έγερνε ο δρόμος προς την Πόρτα Καρδίτσας» («Το οδοιπορικό ενός ανταρτοεπονίτη στο ΔΣΕ», σελ. 212).
Η μικρή ομάδα των ανταρτών, στην οποία συμμετείχε και ο Κ. Τάτσης, μέσα από πολλές δυσκολίες κατάφερε να περάσει απ' τη Νιάλα. Αμέσως μετά την οροσειρά, η ομάδα «έπεσε» πάνω σε στρατιωτικό καταυλισμό, απ' όπου σώθηκε χάρη στα ελλιπή μέτρα ασφαλείας του στρατού. Κατευθύνθηκαν προς το χωριό Μοναστήρι Σάικα και στο Μέγδοβα. Τη νύχτα, κατάφεραν να περάσουν στο δασωμένο μέρος της ρεματιάς και να πάρουν το δρόμο προς το Μοναστήρι, όπου και συναντήθηκαν με την ομάδα των 17, που είχε περάσει τη Νιάλα την προηγούμενη μέρα...
Στα Αγραφα
Φεύγουμε απ' το Τρίδεντρο και κατευθυνόμαστε προς τα Αγραφα. Το ιστορικό αυτό χωριό είναι το τελευταίο μέρος του οδοιπορικού μας. Μπαίνοντας στο χωριό, ο Κ. Τάτσης αναγνωρίζει το μεγάλο πλάτανο στην πλατεία, όπου είχαν αφήσει τους τραυματίες μετά τη μεγάλη μάχη της Αμφιλοχίας και που η ομάδα στην οποία συμμετείχε είχε επιφορτιστεί να τους μεταφέρει.
Από την πλατεία των Αγράφων, βλέπουμε τα γύρω βουνά. Ευτυχώς, η βροχή δεν ήταν μεγάλη. Εβρεξε ίσα για να ποτιστεί το χώμα και να βγει ακόμα πιο καθαρή η μυρωδιά του βουνού και της φύσης. Ο,τι βλέπουμε γύρω μας, ήταν τα λημέρια των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού. Σε αυτές τις κορφές, έδωσαν τη ζωή τους, για να ανατείλει ένας νέος κόσμος, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Ηταν ένας δίκαιος αγώνας...
Αντί επιλόγου
Αντί για άλλο επίλογο, μετά απ' αυτό το οδοιπορικό στα χωριά του Αγραφιώτη, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να δώσουμε το «λόγο», στον έναν απ' τους δύο μεγάλους στρατηγούς του ΔΣΕ στη Ρούμελη, το Χαρίλαο Φλωράκη (Γιώτη) - ο άλλος ήταν ο Γιάννης Αλεξάνδρου (Διαμαντής) - μετέπειτα ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ. Να τι είχε γράψει ο Χαρ. Φλωράκης, προλογίζοντας το έργο του Β. Αποστολόπουλου «Ο ΔΣΕ στη Ρούμελη» (σελ. 7):
«Διαβάζοντας αυτό το γραφτό προβάλλει το ερώτημα: Ποιος είναι ο ηθικά νικητής και ποιος ο νικημένος; Οι άλλοι πάλεψαν και νίκησαν "όχι για να σωθεί ο τόπος, μα να παραδοθεί στην ξένη υποτέλεια". Οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού πάλεψαν και "νικήθηκαν" για να δει ο τόπος μας άσπρες μέρες, πάλεψαν για μια δίκαιη κοινωνία. Αυτό το όραμα δίνει απάντηση και στο ερώτημα από πού αντλούσε αυτή την αντοχή και δύναμη ο μαχητής του ΔΣ να αντιμετωπίζει τις αφάνταστες δυσκολίες και να φτάνει στο σημείο να περιφρονεί και να νικάει το θάνατο»...