Γλωσσάρι
Το έγραψε ο Δημήτρης Κούκουνας
Οι ιδιωματικές λέξεις του χωριού και γενικότερα της ορεινής Ναυπακτίας, επειδή σιγά- σιγά ξεχνιούνται και εξαφανίζονται, καταγράφονται παρακάτω. Είναι τουλάχιστον όσες θυμάμαι, για να μην εξαφανιστούν παντελώς με το πέρασμα του χρόνου. Το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα της γλωσσικής προφοράς των κατοίκων είναι να πετσοκόβουν τις λέξει.ς και να εκφράζονται. μονολεκτικά π.χ. (δ’νό αντί δουνό), και να μεταβάλλουν μορφή των φωνηέντων (π.χ. το ω σε ου).
Α
Αγγωνή=η γωνία
αγγιό =το αγγείο
αγκωνάρ(ι) =ο γωνιακός λίθος
αγρίδ =το άγουρο φρούτο
αϊκώ= ακούω
αλάργα=μακριά
αλατίστρεις=αλαταριές =πέτρινες πλάκες όπου έβαζαν το αλάτι για να το φάνε τα γιδοπρόβατα
αλκοτάω = εμποδίζω
αλπουτνάζω τινάζομαι σαν αλεπού
αλυχτάω = γιαυγίζω
άμπλας =μεγάλη πηγή
αναβατίζω φουσκώνω η προετοιμασία της ζύμης για να φουσκώσει)
απ ’κάζω=από το αρχαίο πυκάζω, καταλαβαίνω, ξαγρυπνώ
απ’θώνω = απιθώνω - ακουμπώ
απ’θώστρες πέτρινα καθίσματα
απόπατος το αποχωρητήριο
απ’στομάω= γέρνω
αραδαριά = η σειρά
αρβάλι=το χερούλι. της χάλκινης κατσααρόλας
αρίδατο χειροκίνητο τρυπάνι
αστρέχα =ο χώρος μεταξύ σκεπής και τοίχου
ασφάκα = είδος θάμνου
απόπατος το αποχωρητήριο
απ’στομάω γέρνω
αραδαριά = η σειρά
αρβάλι το χερούλι. της χάλκινης κατσαρόλας
αρίδα = το χειροκίνητο τρυπάνια
στρέχα = ο χώρος μεταξύ σκεπής και τοίχου
ασφάκα = είδος θάμνου
αγαρλάω = ανακατώνω
Β
βάβα η γιαγιά
βαΐζω = γέρνω
βαρέλι=βαρελούλα ξύλινο δοχείο νερού
βαρκεστάω = κουράζομαι
βαρ’κός = ο βαλτώδης τόπος-χωράφι
βελέντζα=μάλλινο κλινοσκέπασμα
βιλέγκο τρεχάλα
βιτούλι =το χρονιάρικο κατσίκι
βλόιρος =η ξύλινη σφραγίδα για τις λειτουργίες - τα πρόσφορα
βοδώνω=προλαβαίνω, προφτάνω
β'ζί = ο μαστός, το βυζί
β’νό = Το βουνό
βουστίνα = Το ξυνοτύρι
β'ρός = Το βαθύ μέρος του ποταμού
βρίζα ή σίκαλη
Γ
γαλάρια =τα γιδοπρόδατα που έχουν γάλα
γάστρα =μεταλλικό σκεύος που σκεπάζουν, το ψωμί η το φαγη*τό
γκεσέμι =ο μπροστάρης του κοπαδιού, το κριάρι ή ο τράγος που είναι αρχηγός
γκαϊδός =ο αλλήθωρος
γκρίζια = καυσόξυλα από έλατο ή κέδρο
γλίνα =το χοιρινό λίπος
γιούκος ή γίκος = τα κλινοσκεπάσματα (προίκα) της νύφης διπλωμένα στο μπαούλο
γούπατο ή γούβα = τόπος χαμηλός, κοιλότης
γουρμάζω = ωριμάζω
γουρμπούλι = ο σβόλος
γούρνα = δεξαμενή
γράνα = το βαθύ αυλάκι
γρατίζω = αγανακτώ
γρέκια = υπαίθριος τόπος παραμονής των ζώων
γιούρτια = κήποι
Δ
δαγάς = το αυλάκι
δέμα ο μαντρότοιχος
δ’καμ’ = δικά μου
δικριάνι= το ξύλινο σκεύος για το λίκνισμα του σιταριού
διρπάν = Το δρεπάνι
δόγα = σανίδα για τα βαρέλια και τις βαρέλες
δ΄λεβ'ς = δουλεύεις
δρασκελιά = ο δηματισμός
δρολάπι = η καταιγίδα
Ε
ειδίσματα αντικείμενα
εένεσ’ η ένεση
ετ’ μους έτοιμος
εξόν = εκτός
ετσ' έτσι
Ζ
ζαγάδα η πεζούλα χωράφι
ζαγγανάς = ο καμπίσιος ο αρρωοτιάρης
ζακόνι = η συνήθεια, το έθιμο, ο νόμος
ζαγάρ' το κυνηγόσκυλο
ζαλίμ’ = το κακό παιδί
ζαπ = η νίκη
ζαπώνω = πιάνω
ζεύλα = εξάρτημα του ζυγού όπου βάζουν το λαιμό του ζώου
ζεύω = ενώνω τα ζώα στο αλέτρι
ζ'λαπ=το ζουλάπι, το αγρίμι
ζ‘μάρ’ = το ζυμάρι
ζ' μί=to ζουμί
ζιρβός= αρωτερόχειρας
ζούμπερα=τα άγρια ζώα
ζουμτερεκι=ο σύρτης
ζουρλαίνω=τρελαίνω
ζυγούρι το χρονιάρικο αρνί
ζωνακιάζω= στριμώχνω σε αδιέξοδο
ζ’ νάρ= το ζωνάρι
ζωντόβολο=το κατοικίδιο ζώο ο ανόητος άνθρωπος
ζωριό=το μέρος που βγαίνει το νερό στο νερόμυλο
Θ
Θανάϊς = Αθανάσιος
θερμ’ = οπυρετός
θημουνιά=ο σωρός
θερμάνομαι = εχω πυρετό
Θοδουρους ο Θεόδωρος
Ι
Ίγκλα= το δέσιμο των ποδιών των ζώων για να μην τρέχουν
Ιξόν=εκτός
ιπουχή = η εποχή
ιφκή = η ευχή
ιχθές = χθες
ιψές = χθες το δράδυ
Κ
κάδη = μεγάλος κάδος ειδικός για μούστο
καζιάκα = ξύλινη κατασκευή για την μεταφορά λίθων
καζάντιο = το κέρδος
κακάβι=κατσαρόλα κατσαρόλα
κακαράντtα τα κόπρανα της γίδας
κακαρώνω = ξεψυχώ τα χάνω
καλαμωτή = είδος παγίδας για τα ψάρι
ακαλιάζω = συναντώ
κάμα = η ζέστη, η φλόγα
καπ’στράνα = το καπίστρι το χαλινάρι
καρατζίνα = η κόπρος της προβατίνας
κάρμαλίζω = ροδοκοκκινίζω ψωμί στα κάρβουνα
καρλαφτιάζω = κατεβάζω τα μούτρα
κατσαμάκι = βρασμένο καλαμποκάλευρο με
κρεμμύδι
κατσιασμένο=ασθενικό αδύνατο
καστραβέτσι =τo αγγούρι
καψάλι = ξυλαράκι που δένουν στο στόμα του κατσικιού για να
μη βυζαίνει= το γάλα
κάψψη = ή κάψα = η ζέστη
κεράνη =το μεταξύ της στέγης και της οροφής μέρος του σπιτιού
κιράσ’ = το κεράσι
κηκίδι το μικρό καλαμπόκι
κλειδοπίνακο = ξύλινο σκεύος όμοιο με το σημερινό «τάπερ»
κλαπάτσα = ασθένεια των προβάτων
κλαρώνω = τρώω κλαρί
κλούφ’ =η θήκη
κ’μασ’ =το κουμάσι το σπίτι του γουρονιού
κολοφωτιά = η πυγολαμπίδα
κόκοτος = ο κόκορας
κονάκι = το σπίτι
κόσα = η τρεχάλα
κοτάω = τολμώ
κοτρίδια οι αγγουρίδες των σταφυλιών
κότσιαλο = μικρό ξυλαράκι
Κοτσάμ’ =τόσο μεγάλο
κουμπουρέλι = οι καρποί του πλάτανου
κουντούρ’ = λαδή του αρότρου
κνάβ' = το κουνάδι
κουράστρα =το πρωτόγαλα της γίδας ή της προβατίνας ψητό ή τηγανητό