ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΕΑ ΓΕΡΟΣΤΕΡΓΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ
Το 1947 με τον Εμφύλιο, ο στρατός είχε εγκατασταθεί εδώ κοντά, στο σπίτι του Γιάννη Μητσιόπουλου (Μητσέλα) και σ' αυτό της Ηράκλειας πάνω από την Τρανή τη Βρύση. Στο σπίτι αυτό ήταν η διοίκηση και υπεύθυνος ο λοχαγός Κόρκας. Από το σπίτι του Μητσέλα και μέχρι τον Άγιο Αθανάσιο, είχαν σκάψει βαθύ χαράκωμα δύο μέτρα ψηλό ούτως ώστε και ο Μήτρος Παπαϊωάννου (Γκουντέλας), που ήταν πολύ ψηλός, να μην φαίνεται.
Στον Άγιο Αθανάσιο υπήρχε επίσης στρατός και είχαν φτιάξει γύρω - γύρω χαρακώματα και πολυβολεία τα οποία φαίνονται ως σήμερα. Εδώ και κάτω που μένει τώρα ο Νίκος ο Μασούρας (Γιαννακός), το σπίτι ήταν του Γιάννη του Μουσουλή και γύρω ο χώρος ήταν ανοιχτός. Σ' αυτό το σημείο είχαν υποχρεωτικά, για δυο ή τρεις μέρες, ορισμένα ζώα σε επιφυλακή για κάθε χρήση του στρατού.
Θυμάμαι ακόμη που μάζευαν τους τσοπάνους και τους έδερναν γιατί δήθεν έκρυβαν αντάρτες ή όπλα. Αυτό πιστεύω πως το έκαναν σκόπιμα για να βγει ο κόσμος στο αντάρτικο. Οι ξυλοδαρμοί γίνονταν στο σπίτι του Ζαφείρη Παπαδημητρίου (και της Ηράκλειας). Σ' αυτό το σπίτι του Μουσουλή επίσης γινόταν μακελειό. Τον μακαρίτη τον Κώστα τον Τσιάτσιο που αργότερα πνίγηκε στο ποτάμι της Καρυάς,τον είχαν ρημάξει στο ξύλο.
Σ' αυτά τα αισχρά πράγματαεπικεφαλής ήταν ένας λοχίας από την Πελοπόννησο, λεγόμενος Παπατζίκος. Αυτός ήταν σκέτο δηλητήριο. Έδερνε αλύπητα, αλλά και αυτός, όπως μάθαμε αργότερα σκοτώθηκε. Τον Κώστα τον Τσιάτσιο τον είχε αφήσει μισοπεθαμένο. Πατούσε πάνω στο κεφάλι με τις αρβύλες και τον χτυπούσε αλύπητα.
Κατά τη μεγάλη κινητοποίηση στον Όλυμπο τον Ιούνιο του 1947, σκοτώθηκαν πολλοί δικοί μας εκεί πάνω. Μεταξύ αυτών ο παππούς σου, ο Γιώργος Μάνικας και ο Γιάννης Μπαντής. Αυτοί οι δυο, συνάντησαν το στρατό και νόμισαν πως ήταν αντάρτες. Τους λένε, «εσείς πού πάτε;», και αυτοί είπαν ότι πάνε να αλέσουν σε κάποιον μύλο. «Στην επιστροφή περάστε από εδώ», είπε κάποιος από το στρατό. Και επιστρέφοντας τους γάζωσαν χωρίς καμία προειδοποίηση. Ο μεν Μανίκας πέθανε επί τόπο, ο δε Μπαντής τραυματίστηκε και γιατρεύτηκε από γιατρούς του στρατού πάνω στον Όλυμπο.
Ακολούθησε μετά το στρατό, ο οποίος θα κατέβαινε στο Λιτόχωρο. Μάλιστα τον προειδοποίησαν. «να μην απομακρυνθείς μέσα από το στρατό, γιατί κάποιοι δικοί σας από το χωριό (δε θα πούμε ονόματα), θέλουν να σε σκοτώσουν». Αυτός δεν άκουσε, σταμάτησε σε μια βρύση να πιει νερό και τον σκότωσαν. Αυτά εγώ δεν τα είδα, αλλά μου τα διηγήθηκε ένας άλλος που ήταν παρών, ο μακαρίτης ο Στέλιος ο Σαμαράς (Σαμαρτούκης), από τους Γόννους. Θυμάμαι επίσης ότι εδώ στου Νίκου του Μασούρα το σπίτι, τότε του Μουσουλή, όπως είπαμε, οι αντάρτες είχαν εγκαταστήσει τον ασύρματο. Και ήταν ένα παιδάκι ασυρματιστής από τους Γόννους.
Στον Άγιο Αθανάσιο τότε, πότε ήταν ο στρατός και πότε οι αντάρτες. Έφευγε ο ένας ερχόταν οι άλλοι. Είχαν τον ασύρματο εδώ και επικοινωνούσαν. Εμείς, πιτσιρικάδες τότε, πηγαίναμε πολλές φορές στον Άγιο Αθανάσιο.
Επίσης τότε, έρχονταν τα αεροπλάνα και βομβάρδιζαν τους αντάρτες. Πρώτα έστελναν ένα κίτρινο αναγνωριστικό. Αυτά τα κίτρινα τα λέγαμε Γαλατάδες. Και κάποιο μεσημέρι στις 12 η ώρα δε θυμάμαι ημερομηνία, ήρθε πρώτα ένας Γαλατάς και μετά ήρθαν τα βομβαρδιστικά. Βομβάρδισαν στον Άγιο Αθανάσιο.
Μπροστά από το εξωκλήσι υπάρχουν ακόμα τρία πεύκα. Απέναντι από τα πεύκα αυτά, στην κορυφή, υπήρχε ένα ωραίο φουντωτό πεύκο. Εκείνη την ημέρα το κατάστρεψαν εντελώς οι βόμβες. Από τους βομβαρδισμούς αυτούς τραυματίστηκε ο Μήτσιος ο Κυλινδρής, παιδί του Στέργιου (έμενε ακριβώς κάτω από το σπίτι του Μουσουλή, στο Μπίτσκο). Αυτός βοσκούσε τα πρόβατα λίγο παραπέρα. Είχε τραυματιστεί στην κοιλιά και πέθανε αργότερα στη Λάρισα.
Επίσης τραυματίστηκε ένας Μήτσικας, που ήταν μάστορας και ο Μήτσιος ο Καραγιάννης, που μετά πήγε στους Γόννους και είχε μπακάλικο. Αυτός κατέβαινε από τη σκάλα του σπιτιού του και τον πήρε μια σφαίρα από τα αεροπλάνα. Ζει ακόμη.
Θυμάμαι ακόμη πού σκοτώθηκε στα Κοκκινόια ένα μικρό παιδί, αντάρτης, και το έθαψαν στο Αρματολίκι, πηγαίνοντας προς Καρυά. Μάλιστα μάθαμε ότι ήταν μοναχοπαίδι.
Θυμούμαι το γεγονός εκείνο που πήραν οι αντάρτες τους χωροφύλακες και τους σκότωσαν στην Καταβόθρα. Τέλος, θα αναφερθώ στη μάχη του καφενείου. Οι δικοί μας οι ΜΑΥδες (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου) είχαν όλοι όπλα.
Στις 3 Οκτωβρίου του 1947, ομάδα ανταρτών επιτέθηκε στο καφενείο του Οικονόμου, αυτό που υπάρχει και σήμερα, το παλιό, όπου βρίσκονταν οι ΜΑΥδες. Οι οποίοι, έξω από το καφενείο και πάνω στο μπαλκόνι, είχαν κτίσει δύο μέτρα ξηροντούβαρο οχύρωμα για να προφυλάγονται. Δόθηκε σκληρή μάχη κατά την οποία τραυματίστηκαν λίγο - πολύ όλοι ο ΜΑΥδες, σκοτώθηκαν δύο, καθώς και μία ανταρτίνα από την Ιτιά (Μπαλαμούτι). Οι δύο ΜΑΥδες που σκοτώθηκαν ήταν ο Καραγιάννης Κωνσταντίνος, αδερφός του Γιάννη του Καραγιάννη και ο Γκουγκουλιάς Κωνσταντίνος του Νικολάου.
Η ανταρτίνα σκοτώθηκε ως εξής: Ήταν νύχτα και είχε φεγγαράδα. Αυτή, έχοντας δύο χειροβομβίδες μαζί της, πλησίασε προς το καφενείο για να τις ρίξει. Οι ΜΑΥδες νόμισαν πως ήταν κάποια αδερφή από τους Οικονομαίους και την άφησαν και προχώρησε. Όταν αυτή πλησίασε στα πέντε μέτρα περίπου, φώναξε: «Μπρος παιδιά και τους πήραμε…». Τότε οι δικοί μας με ένα πολυβόλο τη σκότωσαν.
Την άλλη μέρα το πρωί πήγαν και την πήραν. Τη μία χειροβομβίδα την είχε στην τσέπη και την άλλη στο χέρι. Πήγαμε και εμείς τα παιδιά και την είδαμε.
Εκείνη τη βραδιά κάηκαν 9 σπίτια, θυμάμαι. Του Μπουρονίκου (Καραβασίλη) και του Τσιλιμένη (Ταφίλη) που είχαν μία σκεπή, δίπλα στην πλατεία (σημερινή ταβέρνα Στέργιου Παπαδημητρίου), το καφενείο των Δημοτζικάδων, του Τέγα και του Τόλια.
Μάλιστα σ' αυτά τα σπίτια είχαν ψηθεί και τα ζώα μέσα. Κάηκαν και μερικά άλλα, αλλά δεν τα θυμάμαι.
Τέλος να πω ότι εκείνη τη βραδιά ήταν και ο στρατός εδώ. Και κάποιοι δικοί μας που ήταν με το στρατό, φώναζαν στους αντάρτες:
«Μη βαράτε εμάς, τους ΜΑΥδες χτυπήστε...».