Τα βιολογικά συστήματα (και δη και τα αισθητήρια) ΣΑΦΩΣ και έχουν όρια. Είναι προσαρμοσμένα στις συνθήκες διαβίωσης και στο ειδικό περιβάλλον στο οποίο ο κάθε οργανισμός καλείται να ζήσει και πλέον σημαντικά να επιβιώσει. Αν εστιάσουμε στο οπτικό σύστημα, το οποίο είναι το πλέον πλούσιο σε πληροφορία (έχει το πλέον βαρύ bandwidth για τον εγκέφαλο - διαμεταδίδει δλδ τον μεγαλύτερο όγκο πληροφορίας ανά μονάδα χρόνου από όλα τα υπόλοιπα) παρατηρούμε ότι το εύρος συχνοτήτων που μπορεί να αντιληφθεί ποικίλει από οργανισμό σε οργανισμό (οπτικό φάσμα ηλεκτρομαγνητισμού).
Έτσι, ενώ τα Πρωτεύοντα (Ανθρωπίδες) έχουν τη δυνατότητα της έγχρωμης όρασης, δλδ την αντίληψη όλου του εύρους από τα 390 έως και τα 700 νανόμετρα (στα οποία μήκη αποδίδουμε όλα τα γνωστα καθημερινά χρώματα), σαφώς δεν έχουν τη δυνατότητα της αντίληψης του υπέρυθρου τμήματος όπως έχουν κάποιες οικογένειες φιδιών (πύθωνες, βόες, κροταλίες) και κάποια είδη οχιών, ή τα κουνούπια (για να διακρίνουν εύκολα τη δροσερή νύχτα τα ζεστά τους θύματα), ή κάποια είδη ψαριών που τη χρησιμοποιούν για καλύτερη πλοήγηση μέσα από θολά νερά (Κιχλίδες, Πιράνα, Σολομοί, χρυσόψαρα), ή κάποια είδη βατράχων, ή κάποια είδη γαρίδων.
Από την άλλη πλευρά, οι άνθρωποι δεν μπορούν επίσης να αντιληφθούν το υπεριώδες τμήμα του φάσματος, το οποίο όμως μπορούν να αντιληφθούν και να χρησιμοποιήσουν πολλά πουλιά με μήκη κύματος από τα 300 έως και τα 400 νανόμετρα. Βάσει αυτού τα γεράκια μπορούν να εντοπίζουν τα τρωκτικά στους αγρούς από τα ίχνη των ούρων τους, κάποια είδη πουλιών μπορούν να ξεχωρίσουν από μακρυά και μέσα από τα φυλώματα φρούτα των οποίων η φλούδα αντανακλά έντονα το υπεριώδες, οι παπαδίτσες κορτάρουν και επιλέγουν το αρσενικό που θα ζευγαρώσουν βάσει της αντανάκλασης ενός κομματιού του πτερώματός τους στο υπεριώδες.