Τα τμήματα του ΔΣΕ είχαν μια δυάδα επικεφαλής: το Στρατιωτικό Διοικητή και τον Πολιτικό Επίτροπο. Ο θεσμός του Πολιτικού Επιτρόπου εισάγεται τον Δεκέμβριο του 1947 ή τον Ιανουάριο του 1948 και λειτουργούσαν σε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας από λόχο μέχρι Γενικό Αρχηγείο. Ο Πολιτικός Επίτροπος ήταν ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ στις μονάδες του ΔΣΕ. Ήταν υπεύθυνος για την πολιτική καθοδήγηση και τη «διαφώτιση» των ανταρτών, τη διατήρηση του ηθικού, τη διασφάλιση της πειθαρχίας, την επαγρύπνηση απέναντι στους εχθρούς, την ανάλυση των πολιτικών αποφάσεων της κομματικής ηγεσίας αλλά και για την αντιμετώπιση των καθημερινών προβλημάτων των μαχητών που συνδέονταν με την επιμελητεία και τον εφοδιασμό.
Ο Πολιτικός Επίτροπος είχε την ευθύνη να συγκαλεί σε τακτική βάση συζητήσεις («δημοκρατικές συνελεύσεις») στις οποίες συμμετείχαν οι μαχητές της μονάδας. Στις δημοκρατικές συνελεύσεις, οι οποίες συνήθως συγκαλούνταν συνήθως μετά από κάποια μάχη (αλλά και κατά τη διάρκεια πορειών), συζητιούνταν ο τρόπος διεξαγωγής της μάχης, η συμπεριφορά των μαχητών, τα προβλήματα καθημερινότητας, γινόταν κριτική και αυτοκριτική για λάθη ή παραλείψεις, κοκ.
Ένας από τους σημαντικότερους περιορισμούς που αντιμετώπιζε ο ΔΣΕ αφορούσε τον εξοπλισμό του. Τα όπλα ήταν κυρίως γερμανικής, ιταλικής και αγγλικής κατασκευής, προέρχονταν δηλαδή από αυτά που είχαν πέσει στα χέρια του ΕΛΑΣ κατά τη διάρκεια της Κατοχής και τα είχαν αποκρύψει μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, καθώς και όπλα που συγκέντρωσαν από τις επιθέσεις κατά της Χωροφυλακής, των ΜΑΥ, των παραστρατιωτικών, κ.ά. Δεν φαίνεται να υπήρχε ελλείψεις σε τουφέκια και πιστόλια αλλά τα υπόλοιπα, όπως αυτόματα όπλα, οπλοπολυβόλα, όλμοι, μπαζούκας, χειροβομβίδες ήταν σαφώς πιο λίγα ενώ οι πιο πολλές νάρκες ήταν αυτοσχέδιες.