Η ιστορία που μου είπε ο παππούς είναι η εξής: Ότι στην εποχή που γινόταν οι μεγάλες μάχες μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ στην περιοχή μας (Οκτώβριος 1943 έως Φεβρουάριος 1944), και την περιοχή μία την κατελάμβαναν οι ΕΔΕΣίτες και μία οι ΕΛΑΣίτες, μέχρι που υπογράφτηκε μια συνθήκη μεταξύ τους και τα δικά μας χωριά παρέμειναν υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ, ενώ το ΕΔΕΣ συμπτήχθηκε δυτικά του ποταμού, ήταν στην περιοχή μας ένας αξιωματικός του ΕΔΕΣ ονόματι Μίκροβας.
Αυτός λοιπόν εγκλωβίστηκε στην από εδώ μεριά του ποταμού μέσα στο ΕΛΑΣ ίτικο και κυνηγήθηκε άγρια από τους ΕΛΑΣίτες… Όμως ο Μίκροβας είχε έναν φίλο έμπιστο δικό του άνθρωπο, ο οποίος ήταν πρώτος ξάδερφος του παππού που μου είπε την ιστορία....Ο άνθρωπος αυτός έμενε μέσα σε μια ρεματιά, πολύ μακριά από τα χωριά και από τα άλλα σπίτια, καθώς και από τα περάσματα των ανταρτών...Εκεί λοιπόν έκρυψε τον καπετάν Μίκροβα, για αρκετούς μήνες 'ωστε να τον γλυτώσει από το κυνηγητό των ΕΑΜΙΤΩΝ...Ο Μίκροβας είχε μαζί του ένα μεγάλο χρηματικό ποσό σε χρυσές λίρες, και αυτός ήταν και ο βασικότερος λόγος που τον έψαχναν οι αντίπαλοί του...
Όταν ησύχασαν κάπως τα πράγματα, ο Μίκροβας αποφάσισε να φύγει και να προσπαθήσει να διαβεί όλη την περιοχή και μετά να περάσει το ποτάμι και να βρεθεί στην περιοχή του Ζέρβα...Επειδή όμως ήταν επικίνδυνη ακόμη η κατάσταση, και η διαφυγή είχε αρκετή απόσταση και κινδύνους, άφησε τα χρήματα στον έμπιστο άνθρωπο που τον φιλοξενούσε δηλ τον ξάδερφο του παππού με την εντολή να τα κρατήσει και θα γυρίσει όταν ηρεμήσουν τα πράγματα να τα πάρει...Έφυγε λοιπόν, πέρασε το ποτάμι και έφτασε στο Εδεσίτικο μέρος... Όμως ο Μίκροβας δεν ξαναγύρισε διότι σκοτώθηκε σε ένα χωριό το οποίο μου το ανέφερε ο παππούς, προφανώς ίσως από τους ίδιους τους ΕΔΕΣίτες, γιατί γνώριζαν ότι είχε στην κατοχή του το ποσό των λιρών, και ήθελαν να του τις πάρουν...Επομένως ο ξάδερφος του παππού έμεινε με τα λεφτά κρυμμένα στο σπίτι του...
Ο άνθρωπος αυτός δεν είχε παιδιά...Μετά από χρόνια, ένας ανηψιός του, ενώ του έφερνε με το άλογο κάποια πράγματα, καθώς ανέβαινε το άλογο φορτωμένο μια πέτρινη σκάλα για να βγει στην αυλή του σπιτιού, το πόδι του αλόγου μετακίνησε μια πλάκα και φάνηκε αποκάτω μια κατσαρόλα γεμάτη λίρες...Ο ανηψιός ζήτησε αμέσως να του δώσει και αυτουνού ο μπάρμπας του λεφτά, ο μπάρμπας δεν ήθελε και έγινε ένας τσακωμός, πιαστήκαν στα χέρια και μάλιστα ο ανηψιός παραλίγο να μαχαιρώσει τον μπάρμπα...Τέλος πάντων, μετά από αυτό ο ανηψιός διέδωσε το γεγονός στο χωριό, και όλοι έμαθαν για τις λίρες, οπότε ο μπάρμπας αναγκάστηκε να τις τακτοποιήσει καλύτερα χωρίζοντάς τες...Επειδή αυτός ο άνθρωπος δεν είχε παιδιά, πήρε μια ψυχοκόρη, την οποία καλοπάντρεψε αργότερα και μάλιστα, όπως λέει ο παππούς, στο γάμο της έδωσε φανερά ένα μεγάλο ποσό λιρών...
Μετά από αρκετά χρόνια ακόμη, ήρθε στο χωριό στο πανηγύρι τον δεκαπενταύγουστο, το παιδί του Μίκροβα και πήγε και βρήκε τον άθρωπο αυτόν στον οποίο είχε διαμείνει ο πατέρας του...Λένε ότι του ζήτησε μέρος των λιρών του πατρός του, αλλά ο γέρος μάλλον δεν του έδωσε τίποτα λέγοντας του ότι τα είχε χαλάσει τα λεφτά τόσα χρόνια....Σήμερα πάντως τα εγγόνια του ανθρώπου αυτού έχουνε μεγάλη περιουσία, η οποία δε δικαιολογείται διότι ποτέ δεν εργάζονταν...Επίσης ο παππούς που μου είπε την ιστορία, λέει ότι σε κουβέντα τους ο ξαδερφός του παραδέχθηκε ότι είχε τις λίρες του Μίκροβα, και όταν του είπε <<βρε ξάδερφε, τί τα κρατάς θα στα πάρουν τα λεφτά>>, αυτός του απάντησε ότι έτσι όπως τα έχει κρυμμένα σε διάφορα σημεία δεν πρόκειται να του τα βρουν, και επίσης τα έχει περασμένα και με κερί...Ο παππούς, μου είπε πού περίπου έπεφτε το σπίτι αυτού του ανθρώπου, αλλά δεν κατάλαβα και ακριβώς διότι δεν έχω περάσει από την περιοχή...Πάντως είναι σε πολύ απόμερη και κρυφή μεριά μέσα σε ρεματιά. Φυσικά το σπίτι είναι σχεδόν πεσμένο και χρόνια παρατημένο...