Η εξαγγελία του Μπαράκ Ομπάμα για την έναρξη συνομιλιών με τις Βρυξέλλες για τη δημιουργία μιας διατλαντικής ζώνης ελεύθερου εμπορίου σκόρπισε αισιοδοξία στην Ευρώπη καθώς ο αμερικανός πρόεδρος φαίνεται να παίρνει στα σοβαρά μια ιδέα που και στο παρελθόν είχε πέσει στο τραπέζι, χωρίς όμως να υλοποιηθεί.
Μάλιστα τόσο οι αμερικανοί όσο και οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι εμφανίζονται «βιαστικοί» καθώς, όπως δηλώνουν χαρακτηριστικά, «τέτοιου είδους συμφωνίες ή προχωρούν με ταχείς ρυθμούς ή βαλτώνουν και μένουν στα χαρτιά».
Η Γερμανία ήταν η πρώτη που έσπευσε να χαιρετίσει την πρωτοβουλία της Ουάσιγκτον σημειώνοντας διά του κυβερνητικού εκπροσώπου της Στέφεν Ζάιμπερτ ότι θα ήθελε να ξεκινήσουν οι σχετικές συνομιλίες «το συντομότερο δυνατόν». Και ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας όμως Γκίντο Βεστερβέλε άναψε το πράσινο φως χαρακτηρίζοντας μια πιθανή διατλαντική εμπορική συμφωνία «ατμομηχανή ανάπτυξης» και απασχόλησης για τις ευρωπαϊκές οικονομίες.
«Βιασύνη» υπάρχει και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού καθώς η Ουάσιγκτον έχει υπόψη της ότι σε δύο χρόνια λήγει η θητεία της παρούσας ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αυτό σημαίνει ότι, αν οι διαπραγματεύσεις, που αναμένεται να ξεκινήσουν ως τον Ιούνιο, δεν καταλήξουν σε συμφωνία, τότε η διαδικασία θα πρέπει ουσιαστικά να ξεκινήσει και πάλι από μηδενική βάση.
Αλλωστε οι πιο έμπειροι οικονομικοί σύμβουλοι στον Λευκό Οίκο και στην Κομισιόν γνωρίζουν ότι, παρά την περιρρέουσα αισιοδοξία, οι σχετικές συζητήσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές δεν θα είναι εύκολες. Ασφαλώς το διακύβευμα είναι κάθε άλλο παρά αμελητέο καθώς, με βάση τα στοιχεία του 2012, οι εμπορικές συναλλαγές αγαθών μεταξύ EE και ΗΠΑ ξεπέρασαν τα 475 δισ. ευρώ (640 δισ. δολάρια). Το ζητούμενο όμως δεν είναι απλώς η κατάργηση των τελωνειακών δασμών. Η επιβάρυνση των προϊόντων που ταξιδεύουν από τη μία πλευρά του Ατλαντικού στην άλλη ανέρχεται στο 3%, το κέρδος όμως από μια εμπορική συμφωνία θα ήταν πολλαπλάσιο για τις δύο οικονομίες. Διότι, εκτός από τη δασμολογική επιβάρυνση, οι επιχειρήσεις μπορούν να αποκομίσουν ακόμη μεγαλύτερα κέρδη από τον εναρμονισμό των κανόνων που διέπουν την παραγωγή και τη διακίνηση τροφίμων, φαρμάκων, αυτοκινήτων, παιχνιδιών και άλλων καταναλωτικών προϊόντων. Για παράδειγμα, οι αυτοκινητοβιομηχανίες θα μπορούσαν να παράγουν οχήματα με βάση κοινά αποδεκτούς περιορισμούς ρύπανσης ή ασφαλείας περιορίζοντας σημαντικά τα κόστη παραγωγής.
Αυτές όμως ακριβώς οι πτυχές μιας πιθανής συμφωνίας θα είναι και οι πιο «δύσκολες» καθώς «στον τομέα των τροφίμων τα συμφέροντα και οι επιδιώξεις Ευρωπαίων και Αμερικανών αποκλίνουν σημαντικά», όπως αναφέρουν οι «New York Times». Αυτός είναι και ο λόγος που το Παρίσι έχει αποφύγει προς το παρόν να εκφράσει ανάλογο ενθουσιασμό με αυτόν των Γερμανών σχετικά με την εξαγγελία Ομπάμα. Διότι τα αγροτικά προϊόντα προστατεύονται από ειδικές διατάξεις και επιδοτήσεις στην Ευρώπη. Για να ισχύσει όμως μια συμφωνία «ισότιμου» εμπορίου Ευρώπης - Αμερικής θα πρέπει να καταργηθεί το καθεστώς προστασίας. Σε αυτή την περίπτωση θα πληγούν οι οικονομίες που στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην εξαγωγή τροφίμων και κυρίως σε αυτά που διέπονται από την προστασία προέλευσης (ΠΟΠ) όπως η Γαλλία και η Ιταλία.
Με βάση την πληθώρα «ευαίσθητων ζητημάτων» όπως η προστασία τροφίμων δεν αποκλείεται ο αρχικός ενθουσιασμός για την εμπορική συμφωνία να ξεφουσκώσει στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Δεν θα είναι άλλωστε η πρώτη φορά που αντίστοιχο σχέδιο θα έχει μείνει στο συρτάρι. Ο Ομπάμα μπορεί να παρουσίασε τη Διατλαντική Εμπορική και Επενδυτική Συνεργασία (ΤΤΙΡ) ως δική του πρωτοβουλία, στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για μια βελτιωμένη εκδοχή της ιδέας (TAFTA) που είχε παρουσιάσει στα μέσα της δεκαετίας του '90 ο τότε ένοικος του Λευκού Οίκου Μπιλ Κλίντον.
Η διαφορά με εκείνη την εποχή είναι το «ειδικό βάρος» της Κίνας. Οπως σημειώνει ο αναλυτής του αμερικανικού Ινστιτούτου Peterson Τζέφρι Σκοτ, «σε κάθε εμπορική συμφωνία μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ στη σκέψη και των δύο πλευρών βαραίνει η Κίνα», η οποία φαντάζει περίπου ως κοινός «αντίπαλος». Ο προφανής λόγος είναι ότι η Κίνα μπορεί να παράγει μαζικά και φθηνά χάρη στην απουσία προστατευτικών διατάξεων υπέρ των εργαζομένων (βλέπε συμβάσεις, επιδόματα, ασφάλιση) που ελαχιστοποιούν το κόστος παραγωγής. Για τον λόγο αυτόν η αμερικανική κυβέρνηση προκρίνει μια εμπορική συμφωνία με την Ευρώπη αντί της Κίνας, όπου οι ενώσεις εργαζομένων ή το εργατικό δίκαιο αποτελούν άγνωστες λέξεις.