Η πειρατεία στο Αιγαίο από τα υστεροβυζαντινά χρόνια ως την επανάσταση του 1821
Written By φιλίστωρ Ι. Β. Δ. on 8 Σεπτεμβρίου 2011 | 9/08/2011 09:57:00 π.μ.
Στα βυζαντινά χρόνια οι πειρατικές επιδρομές απασχολούν συχνά τον αυτοκρατορικό στόλο. Ιδιαίτερα τον 9ο αι. το φαινόμενο έχει αναπτυχθεί σε βαθμό ανησυχητικό. Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα η Κρήτη αποτελεί ορμητήριο πειρατών ακολουθούν η Σικελία και η Συρία. Η Πελοπόννησος και τα νησιά δεινοπαθούν. Αρκετά νησιά υποχρεώνονται να πληρώνουν φόρο υποτέλειας στους πειρατές. Η κατάσταση οξύνεται στα τέλη του 9ου αι. και στις αρχές του 10ου. Το 904 μ.Χ. ο Λέων ο Τριπολίτης, χριστιανός εξωμότης, με ισχυρό πειρατικό στόλο επιχειρεί να διεισδύσει στον Ελλήσποντο. Τελικά στρέφεται προς τη Θεσσαλονίκη και τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς την καταλαμβάνει. Ο Ιωάννης Καμενιάτης, αυτόπτης μάρτυρας, αφηγείται με πολύ ενάργεια τις σφαγές, τις λεηλασίες και τις αιχμαλωσίες που ακολούθησαν. Οι αιχμάλωτοι ανέρχονταν σε 22.000 και ήταν στην πλειοψηφία τους νέοι. Η αυτοκρατορία προσπαθούσε να αντιμετωπίσει την όλη κατάσταση όχι μόνο με στρατιωτικές επιχειρήσεις αλλά και με διαπραγματεύσεις. Ο Λέων ο Χοιροσφάκτης, εκπρόσωπος του αυτοκράτορα, καυχιέται ότι κατόρθωσε να εξαγοράσει από τους Άραβες 120.000 αιχμαλώτους. Η πληροφορία αυτή δείχνει το μέγεθος των καταστροφών που υφίστατο το Βυζάντιο την εποχή αυτή από τους πειρατές. Ο 11ος αι. είναι για την αυτοκρατορία περίοδος κρίσης. Η αγροτική κοινότητα καταστρέφεται, οι δυνατοί ενισχύονται υπέρμετρα, οι διαμάχες ανάμεσα στις μερίδες της αριστοκρατίας εντείνονται, ενώ οι Δυτικοί, οργανώνοντας τις Σταυροφορίες, λυμαίνονται τα εδάφη του Βυζαντίου. Η Βενετία —θα ακολουθήσουν αργότερα και άλλες ιταλικές πόλεις— αποκτά οικονομικά προνόμια στη βυζαντινή επικράτεια. Οι εξωτερικοί εχθροί πολλαπλασιάζονται και οι Σελτζούκοι Τούρκοι εγκαθίστανται οριστικά στη Μ. Ασία.
Τον 12ο αι. το Αιγαίο δεν παρέχει καμία ασφάλεια στους ταξιδιώτες. Η οικονομική διείσδυση των ιταλικών πόλεων στην Ανατολή και τελικά ο έλεγχος του εμπορίου από τη Δύση καθόρισε και την πορεία της αυτοκρατορίας ως ναυτικής δύναμης. Οι μεταρρυθμίσεις εξάλλου των Κομνηνών που αφορούσαν την χρηματοδότηση του στρατού και του στόλου επιτάχυναν την εξασθένιση των θεμάτων και συνεπώς τη θαλάσσια άμυνα του κράτους. Ουσιαστικά η αυτοκρατορία αδυνατεί να διασφαλίσει τους θαλάσσιους δρόμους, εφόσον δε διαθέτει ισχυρό ναυτικό, πράγμα που επιτρέπει στους πειρατές να δρουν σχεδόν ανενόχλητοι.
Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), ο διαμελισμός των εδαφών της αυτοκρατορίας και η δημιουργία λατινικών κρατών στην Ανατολή είναι γεγονότα που ευνοούν ακόμη περισσότερο την πειρατική δράση, που συνεχίζεται στην ίδια περίπου έκταση και ένταση ως την Άλωση. Από τον 15ο αι. και μετά οι ελληνικές θάλασσες συχνά μεταβάλλονται σε πεδίο πολεμικών αναμετρήσεων χριστιανών και Οθωμανών. Η επεκτατική πολιτική των Τούρκων προκάλεσε μόνο με τους Βενετούς επτά πολέμους σε διάστημα τριών αιώνων, που όλοι τους βέβαια είχαν ως στόχο τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου. Η κατά τόπους έκρυθμη κατάσταση που δημιουργούνταν διαιώνιζε και την πειρατική δραστηριότητα.
Εξάλλου από τον 17ο αι. ο οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ Άγγλων και Γάλλων στην Ανατολική Μεσόγειο αποτελεί έναν επιπρόσθετο αρνητικό παράγοντα, με αποτέλεσμα να έχει διαμορφωθεί στις θάλασσες μία κατάσταση σχεδόν ανεξέλεγκτη. Τούρκοι, Φράγκοι και πειρατές επιβάλλουν στους πληθυσμούς του Αιγαίου τον 16ο και 17ο αι. ένα καθεστώς στυγνής τυραννίας και εκμετάλλευσης. Η τούρκικη αρμάδα με τον Kαπουδάν-πασά εμφανίζεται στα νησιά μία φορά το χρόνο για να εισπράξει το χαράτσι. Το υπόλοιπο χρονικό διάστημα οι κάτοικοι είναι εκτεθειμένοι στην αρπακτικότητα των πειρατών. Οι αρχικουρσάροι σε πολλά νησιά ασκούν εξουσία και εισπράττουν φόρους. Οποιοσδήποτε τολμήσει να αντισταθεί εξοντώνεται.
ΧΑΪΡΕΝΤΙΝ ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΑ
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΚΑΣΤΡΟΥ ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑΣ - ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΑ
Η ανάγκη για επιβίωση εξωθεί ολόκληρα νησιά σε συνθηκολόγηση με τους πειρατές. Κι αυτή τους η στάση όμως δεν τους λυτρώνει από τα δεινά, γιατί οι Τούρκοι με τη σειρά τους τους κατηγορούν ότι υποθάλπουν την πειρατεία. Οι Κυκλαδίτες αρκετές φορές, διακινδυνεύοντας τη ζωή τους προσπάθησαν να προστατέψουν τις τουρκικές αρχές αναλογιζόμενοι το μένος του Kαπουδάν-πασσά, όταν θα ερχόταν στα νησιά και θα μάθαινε πως αδιαφόρησαν για την τύχη κάποιου εκπροσώπου της εξουσίας στη διάρκεια της πειρατικής επιδρομής. Έτσι συνέβαινε συχνά —αν και οξύμωρο— να προστατεύουν τους ίδιους τους δυνάστες τους.
Ο μοναχός Urbano de Parigi αναφερόμενος στη Σύρο (17ος αι.) δίνει την πληροφορία πως οι κάτοικοι, μόλις αντικρίσουν κάποιο πλοίο, τρέχουν να κρυφτούν στο εσωτερικό του νησιού. Οι Τούρκοι χλευαστικά τους αποκαλούν λαγούς. Επίσης ο περιηγητής Paul Lucas, εκπρόσωπος του βασιλιά της Γαλλίας, κατά την επίσκεψη του στην Ίμβρο διαπιστώνει ότι οι κάτοικοι έχουν εγκαταλείψει τα παράλια και ζουν σε πύργους στα μεσόγεια. Ο φόβος τους μάλιστα είναι τόσο μεγάλος, ώστε και οι πόρτες των σπιτιών απέχουν πολύ από το έδαφος και ανεβαίνουν με ξύλινες σκάλες που τις νύχτες τις σηκώνουν, για να προστατευθούν από κάποια αιφνιδιαστική επίθεση.
Η εγκατάλειψη των παραλιακών περιοχών και η εγκατάσταση σε ασφαλέστερα μέρη είναι φαινόμενο που παρατηρείται συχνά στα χρόνια της σκλαβιάς και ιδιαίτερα σε περιόδους που η πειρατεία ανθεί. Κατά τον ίδιο τρόπο εγκαταλείφθηκαν σταδιακά οι παραλιακοί συνοικισμοί της Θάσου —συμφώνα με την άποψη του Απ. Βακαλόπουλου— και οι κάτοικοι μετακινήθηκαν προς το εσωτερικό του νησιού, ενώ άλλοι οικισμοί καταστράφηκαν από τους πειρατές. Ο Θεολόγος και η Παναγία —μεγάλα χωριά— χτίστηκαν σε τοποθεσίες που παρέχουν στους κατοίκους μια σχετική ασφάλεια. Συχνά όμως οι πειρατές—και δεν αναφερόμαστε αποκλειστικά στη Θάσο— δε δίσταζαν να προχωρούν στα μεσόγεια και να ληστεύουν απομακρυσμένους από τη θάλασσα οικισμούς.
Τον 16ο αι. αλλά ιδιαίτερα τον 17ο αι. η πειρατεία φαίνεται πως αποτελεί κανόνα της καθημερινής ζωής. Από τον Θερμαϊκό ως τη Μάνη και το Λιβυκό πέλαγος τα πειρατικά καράβια παραμονεύουν, για να δράσουν την κατάλληλη στιγμή. Οι ελληνικές ακτές με τους βράχους, τις σπηλιές, τα δάση και τους αθέατους όρμους αναδεικνύονται σε ιδανικά κρησφύγετα. Ο περιηγητής Deshayes συμβουλεύει τους ταξιδιώτες για Κωνσταντινούπολη να αποφεύγουν το ταξίδι με πλοίο, μολονότι στοιχίζει φθηνότερα, γιατί οι πειρατές καραδοκούν ανάμεσα στην Κρήτη και την Πελοπόννησο.
ΚΑΒΟ ΜΑΤΑΠΑΣ Ή ΑΚΡΩΤΗΡΙΟ ΤΑΙΝΑΡΟΝ - ΜΕΓΑΛΟ ΠΕΙΡΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΟΥ ΓΥΘΕΙΟΥ - ΠΕΙΡΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ
ΛΙΜΑΝΙ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ - ΠΕΙΡΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ
ΓΡΑΜΒΟΥΣΑ ΧΑΝΙΩΝ ΚΡΗΤΗΣ - ΜΕΓΑΛΟ ΠΕΙΡΑΤΙΚΟ ΛΙΜΑΝΙ - Η ΚΟΙΝΗ ΕΣΤΙΑΣΗ ΣΕ ΑΥΤΟ ΠΕΙΡΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΕ ΤΟ ΜΕΛΗΤΕΡΟ ΜΠΕΛΑ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
Τα πληρώματα των καραβιών, όταν έπλεαν σε ελληνικές θάλασσες, ήταν σε συνεχή ετοιμότητα· οποιοδήποτε πλοίο εντόπιζαν στον ορίζοντα επιχειρούσαν να το αποφύγουν, ακόμη κι αν είχε φιλική σημαία. Άλλωστε ήταν γνωστό το τέχνασμα των πειρατών να υψώνουν παραπλανητικά τη σημαία κάποιας γνωστής ναυτικής χώρας.
Πάντως τα πειρατικά πλοία συχνά υπερείχαν από τα άλλα σε δύναμη και σε πλήρωμα. Οι πειρατές χρησιμοποιούσαν μικρά σχετικά σκάφη, με μέσο όρο σαράντα κανόνια αλλά με πλήρωμα πολυάριθμο. Οι «φούστες», μικρά και ευκίνητα πλοία, που εξορμούσαν από τη Β. Αφρική, χαρακτηρίζονται από τον Κ. Σάθα στον πρόλογο του στο Χρονικό του Γαλαζειδίον ως «πλοία του Σατανά».
Σ’ όλα τα νησιά και στις παράκτιες περιοχές υπήρχαν παρατηρητήρια, «βιγλαριά», απ’ όπου οι «βιγλάτορες» παρακολουθούσαν τα καράβια που πλησίαζαν στη στεριά, Μόλις διέκριναν κάποιο πλοίο, την ημέρα ειδοποιούσαν τον πληθυσμό υψώνοντας, συνήθως, κάποια σημαία και τη νύχτα έριχναν αναμμένους δαυλούς. Βέβαια κάτι ανάλογο έκαναν και οι πειρατές στα δικά τους μέρη, αλλά, κατά κανόνα, όχι για να προφυλαχτούν από κάποιον εχθρό παρά για να ληστέψουν κάποιο ανυποψίαστο καράβι.
Είναι γεγονός ότι κατά την περίοδο της τουρκικής κατάκτησης επιδίδονται στην πειρατεία, στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, άνθρωποι κάθε εθνικότητας και θρησκεύματος’ ανάμεσα τους και οι Έλληνες, Οι πιο φημισμένοι ήταν οι Μανιάτες. Τη Μάνη την ονόμαζαν Μεγάλο Αλγέρι. Τον 18ο αι. η Μάνη αποκλειστικά ζει από τις πειρατικές επιδρομές. Αν και τα πλοία τους κάποιοι σύγχρονοι τους τα χαρακτηρίζουν «σαπιοκάραβα», η δράση τους είναι γνωστή ήδη από τον προηγούμενο αιώνα. Όταν δεν ταξιδεύουν με τα καράβια τους, ενεδρεύουν κρυμμένοι στους βράχους των ακτών της Μάνης περιμένοντας να παρασυρθεί κάποιο καράβι στην ακτή από την κακοκαιρία. Λέγεται ότι ακόμη και οι Μανιάτες κληρικοί έπαιρναν μέρος σ’ αυτές τις επιχειρήσεις. Στα τέλη μάλιστα του 18ου αι. οργάνωσαν επιδρομή ενάντια στην Αμοργό και την κατέλαβαν.
ΜΑΝΙΑΤΕΣ ΠΕΙΡΑΤΕΣ
Μέσα στο 18ο αι. οι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι και οι εξεγέρσεις των Ελλήνων, απόρροια των πολέμων, ώθησαν κι άλλους Έλληνες στην πειρατεία. Μετά τα Ορλωφικά και λίγο αργότερα, όταν ο Λάμπρος Κατσώνης μ’ ένα στολίσκο πειρατικό γίνεται ο εφιάλτης των Τούρκων, πολλά πειρατικά πλοία στο Αιγαίο είναι Ελληνικά.
Όπως φαίνεται, την περίοδο της τουρκικής κατάκτησης, η πειρατεία στις ελληνικές θάλασσες είναι μία κατάσταση μόνιμη. Για όσα όμως υπέφεραν οι ελληνικοί πληθυσμοί ευθύνη έχουν και οι χριστιανικές δυνάμεις της Ευρώπης. Η στάση που κράτησαν, ως ένα βαθμό, νομιμοποιούσε τη δραστηριότητα των πειρατών, αφού κατά καιρούς είχαν συναλλαγές με τους πειρατές. Η Βενετία φερ’ειπείν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Ηρακλείου από τους Τούρκους είχε στρατολογήσει πειρατές για να αμυνθεί. Οι Ρώσοι, όταν κατέβηκαν στο Αιγαίο (18ος αι.), είχαν επανδρώσει τα πλοία τους και με πειρατές από τη Μάνη, την Πρέβεζα και άλλες περιοχές. Ευρωπαίοι διπλωμάτες φανερά συναλλάσσονταν με ομοεθνείς τους, συνήθως, πειρατές. Ο Π. Ζερλέντης υποστηρίζει ότι Ιησουΐτες και Καπουτσίνοι εμπλέκονταν στην πειρατεία. Καθολικοί ιερείς δέχονται ως προσφορές για τις εκκλησίες πειρατικές λείες και ομόθρησκους τους πειρατές τους ενταφιάζουν στους περιβόλους των ναών.
Σημαντική πτυχή του φαινομένου, που αιτιολογεί εν μέρει και την έκταση που πήρε η πειρατεία στα χρόνια της τουρκικής κατάκτησης, είναι οι συναλλαγές πειρατών και εμπόρων, ντόπιων και μη. Η εκποίηση της λείας απέφερε τεράστια κέρδη στους εμπόρους, αλλά διατηρούσε σε υψηλά επίπεδα και τις πειρατικές επιδρομές, εφ” όσον υπήρχαν αγοραστές. Η Κίμωλος και η Μήλος ήταν νησιά όπου πραγματοποιούνταν τέτοιου είδους συναλλαγές. Το ίδιο όμως γινόταν και αλλού. Το Αλγέρι τον 16ο αι. είχε πληθυσμό 100.000 που ζούσε αποκλειστικά από την πειρατεία. Ακόμη ήταν μονίμως εγκαταστημένοι εκεί έμποροι από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.
ΤΟ ΑΛΓΕΡΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΑΚΜΑΣΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΕΙΡΑΤΕΣ
ΓΝΩΣΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Το 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα η πειρατεία οργίαζε κυριολεκτικά. Εδώ θα παρακολουθήσουμε τη σχετική καταστρεπτική δράση της στο Αιγαίο.
Η Νάξος, ως το μεγαλύτερο Κυκλαδονήσι και σχετικά πλουσιότερο, κυρίως στην κτηνοτροφία, δοκίμασε τις συχνότερες επιθέσεις τους.
Στην Αστυπάλαια παίχθηκε μια από τις πιο δραματικές σκηνές της ιστορίας της πειρατείας στο Αιγαίο. Σε επιδρομή του Εξωμότη πρώην χριστιανού πειρατή Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, από την Μυτιλίνη, Ολόκληρος ο πληθυσμός του νησιού, για δεύτερη φορά στην ιστορία του, ολοκληρωτικά αφανίζεται.
1724, 24 Οκτωβρίου: «Ερχόμενος ο καραβοκύρης ο Παναγιώτης της Περέτας με την σακολέβαν εις την Αξίαν, έτυχε από ριζικόν ανάμεσα την Μύκονον και την Αξίαν και τους έπιασε και τους σκλάβωσε ο Καπετάν Τζουανίνος με το καράβιν του και καπετάν Αντώνης με μιαν ταρτάνα και τους επήρεν ό,τι κι αν είχαν άσπρα, πράμα και τα ρούχα τους και τους άφησαν το καΐκι με τους ανθρώπους γυμνούς και ήλθαν εδώ εις την Αξίαν καθώς όλοι τους είδασιν».
1808, 15 Δεκεμβρίου: «Νύχτα επιτεθήκανε οι σπαντίδοι σ’ ένα άλλο καΐκι του Μιχελή Ρεΐζη, λίγο έξω από την Τήνο, ενώ αρμένιζε για την Αξία. Οι κουρσάροι σέρνοντας κατόπιν το πλεούμενο, φτάσανε στην Αντίπαρο. Εκεί ληστέψανε όλους τους επιβάτες του και δεν τους άφησαν παρά μόνον την ψυχήν και τα παλαιόρουχα που φορούσαν».
Ναξία, 1816, 2 Απριλίου: «Ένα άλλο κουρσάρικο με Μανιάτες πειρατές σε επιδρομή του στη Σκινούσα αιχμαλωτίζει μια βάρκα με το πλήρωμά της και την οικογένεια του Γιωργάκη Μπαρδάκα, σούδιτου Ρώσου, σαν ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για τη Νάξο. Ξεγυμνώνουν τον Μπαρδάκα με τη συντροφιά που έρχεται στη Χώρα της Νάξου» (Bislut, «Archipelagus turbatus», Istanbul 1982).
Από ανέκδοτο ημερολόγιο του αγγλικού προξενείου στη Νάξο στα 1811 μαθαίνουμε για το Γάλλο κουρσάρο Τζουστινιάνι και τη δράση του στη Νάξο. Ο κουρσάρος Tζουστινιάνι, σύμφωνα με επιστολή τής 30ής Ιουλίου του 1812 κάποιου Αξιώτη, «τρεις μήνες εδώ κατακαθητός με τα αρμαμέντα του και πιάνει και ψηλαφά τα γράμματα -σαν να ήταν κύριος πλέον του τόπου, καθώς θέλετε πληροφορηθεί εις πλάτος από τα γράμματα όπου σας στέλνω με τον κουρσαμένον πραγματευτήν ονόματι Εμμανουήλ Σεργόπουλον και εκ στόματος του Mr Cardrigt, πραγματευτού Εγγλέζου, όπου εκουρσάθη ωσαύτως απ’ έξω από την Μήλον από ένα άλλον κουρσάρικον με παντιέρα ιτάλικα…».
1734, Πάρος. Υπήρξαν περιπτώσεις κουρσάρων και πειρατών που βαριεστημένοι από την πειρατική ζωή, αποφάσιζαν, αφού παντρεύονταν στα νησιά, να ζήσουν την υπόλοιπη ζωή τους ήσυχα και ειρηνικά. Για να νομιμοποιήσουν όμως αυτόν τον αποχρωματισμό τους, ιδιαίτερα οι πειρατές, έπρεπε να εφοδιαστούν με κατάλληλο έγγραφο από τη νοταρία του τόπου τους. Τέτοια έγγραφα έχουμε αρκετά των ετών 1734, 1741, 1744 κ.ά.
Σύρος, 1720. Στα 1720 «οι επιδραμόντες κουρσάροι επέτυχον να συλλάβουν τον παρεπιδημούντα τότε επί της νήσου καδήν και η Κοινότης ηναγκάσθη τους μεν κουρσάρους να ταΐσει και να περιποιηθεί, να εξαγοράσει δε τα ενδύματα του καδή χωρίς όμως να εξαγοράσει και τον ίδιον».
Στα 1723 οι Συριανοί πιάνουν αιχμαλώτους δύο κακότροπους σπαντίδες (πειρατές) και τους στέλνουν στους Τούρκους, σύμφωνα με τις διαταγές που είχαν. Δεν έστειλαν όμως μαζί και τα όπλα τους και οι Τούρκοι τους απείλησαν να τα στείλουν αμέσως. Πολλές φορές οι Συριανοί βοηθούσαν τους Φράγκους κουρσάρους σε βάρος των Τούρκων κι αυτό φυσικά οι Τούρκοι δεν τ’ άφηναν ατιμώρητο.
Από έγγραφο της 23ης Ιανουαρίου 1723, μαθαίνουμε ότι ο καραβοκύρης Κωνσταντίνος Βουτζίνος «όπου επήγαινε στο ταξίδι στην Αξιά επιάστηκε από τους αναθεματισμένους τους κουρσάρους και τους έγδυσαν και τους τραβούσαν έως τις Δήλες».
Σε άλλο έγγραφο αναφέρονται τα ακόλουθα: «Όμως με το να ευρεθούνε οι καταραμένοι οι κουρσάροι στο δρόμο τσ’ επιάσανε και τις εγδύσανε και χαθήκανε και τ’ άσπρα. Παρεκτός είχεν του γράψει η λεγομένη Νικολέττα να μην κακοκαρδίζεται πως εχαθήκανε τ’ άσπρα εωσότις η ζημία είναι δική της. Πολλάκις δε οι συλλαμβανόμενοι εδουλώνοντο και διά την εξαγοράν των εχρεούντο οι οικείοι των μεγάλα ποσά ή παρέμενον σκλάβοι επί έτη. Οι κάτοικοι της πτωχής νήσου μας καθ’ όλην την διάρκειαν της τουρκοκρατίας εβίωσαν υπό την διαρκήν απειλήν πειρατών, κουρσάρων και πάσης φύσεως κλεπτών, κακοποιών και επιδρομέων καθιστώντας την διαβίωσίν των πολύ περισσότερον δραματικήν παρ’ όσον αυτή αύτη η τουρκική δεσποτεία».
Στους πρώτους μήνες του Ρωσοτουρκικού πολέμου παρατηρήθηκε έντονη πειρατική δράση στο Αιγαίο. Οι κυριότεροι πειρατές ήταν την εποχή αυτή οι Σφακιώτες και οι Αλβανοί, που μαζί επιτέθηκαν στα 1770 στη Σύρο. Την επιδρομή αυτή περιγράφει ο ιστορικός της Σύρου, πατέρας Δελλαρόκας.
Στα 1771 ο τρομερός πειρατής, η φοβερή μάστιγα της εποχής, ο λήσταρχος Μητρομάρας, ο ατρόμητος, με 32 Αλβανούς προέβη σε επιδρομή κατά της Σύρου για να τη λεηλατήσει. Πληγώθηκε όμως από το νέο Αντ. Ρώσση και υποχρεώθηκε να φύγει.
Το 1772 ο ρωσικός στόλος καταδίωξε συστηματικά τους πειρατές, που για ένα διάστημα φάνηκε να έχουν εξαφανιστεί…
Πολλά έγγραφα αναφέρονται σε διάφορες πειρατικές επιδρομές σε απόμερους κάβους. αλλά και μες στο ίδιο το λιμάνι της Σύρου. Διάφοροι πειρατές και κουρσάροι άρπαζαν πλοία με το φορτίο τους και τα μεταπουλούσαν κατόπιν στους κατοίκους του νησιού ή σε διάφορους καραβοκύρηδες, συνελλάμβαναν αιχμαλώτους Τούρκους για να πάρουν κατόπιν λύτρα για την εξαγορά τους και γενικότερα λεηλατούσαν το νησί ανάλογα με τα γούστα τους.
Με έγγραφο της 28ης Ιουλίου 1781 οι επίτροποι της Σύρου παρακαλούν τον Δημητράκη Μαυρογένη, βοεβόδα της Μυκόνου, να πληροφορήσει τον καπουδάν πασά, πως στις 28 Ιουλίου του 1781 Μαλτέζοι πειρατές απήγαγαν από το λιμάνι της Σύρας ένα σαμπίκο κρητικό, φορτωμένο σαπούνι και λάδι, σε συνεννόηση και με τις πλάτες των Τούρκων.
Στις 19 Νοεμβρίου 1787, η Σύρος διατρέχει νέο κίνδυνο λεηλασίας και καταστροφής της από Καρυστινούς και άλλους πειρατές. Γι’ αυτό οι κάτοικοί της στέλνουν εσπευσμένα επιστολή προς τους Τούρκους ζητώντας την προστασία του νησιού τους από τους πειρατές.
Στις 23 Φεβρουαρίου του 1795, ωστόσο, ο Τούρκος καπετάνιος Αλής συγκρούστηκε με Μαλτέζους πειρατές, πάλι μες στο λιμάνι της Σύρου, με αρκετές απώλειες κι από τα δύο μέρη.
Οι επιδρομές των κουρσάρων στη Σύρο, καθώς και στα γύρω ξερονήσια, ήταν συχνές και καταστροφικές. Άρπαζαν και λεηλατούσαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, κυρίως ζώα, πλεούμενα, έγδυναν σπίτια, σκότωναν ανθρώπους. Από έγγραφο της 31ης Μαρτίου 1811 μαθαίνουμε πώς «ο Συριανός έμπορος Λινάρδος Βαμβακάρης αγόρασε σε πλειστηριασμό από έναν κουρσάρο στο λιμάνι της Σύρου μια μπομπάρδα φορτωμένη κρασί και πώς στη συνέχεια ένα εγγλέζικο μπρίκι μπαίνοντας στο λιμάνι της Σύρου και βρίσκοντας την κουρσεμένη μπομπάρδα, την κατέλαβε και τη ρυμούλκησε στη Σμύρνη, όπου παρέπεμψε και το διαμαρτυρόμενο αγοραστή να πάει για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του».
Ο καπουδάν πασάς συχνά έκανε την εμφάνισή του στο Αιγαίο για καταδίωξη των πειρατών. Όμως αυτό σήμαινε φορολογία των νησιωτών γι’ αυτό το σκοπό ή και καταστροφές από τους Τούρκους του πασά.
Πολλές παραδόσεις μιλούν γι’ αυτές τις επιθέσεις και άλλες στη Σύρο. Λένε ακόμη ότι ο Αϊ-Γιώργης ήταν προστάτης της Σύρου, όπως αναφέρεται και σε σχετικό δημοτικό τους τραγούδι.
«Αϊ μου Γιώργη φύλακα, απάντα το νησί μας
έβγα με την κοντάρα σου γιούργιαρε τσι εχθροί μας.
Γύρω τριγύρω στο νησί πλανάρου οι γαλιώτες κι αφνήδια μας προβαίνουσι και μας πατούν οι κλέφτες.
Και μπένου μέσ’ τις μάντρες μας, αρνιά δεν μας αφήνουν,
τα πιο καλά μας πράματα τα τρώσι και τα πίνουν.
Οι Τουρκοκλέφτες είν’ αυτοί που μας εβασανίζουν
και τη ζωή μας πολλωνώ μας τήνε υστερίζουν.
Λυπήσου Αϊ-Γιώργη μας εμάς και τα παιδιά μας
Και γλύτωσέ μας γρήγορα από τα βάσανά μας.
Αϊ-Γιώργη Καππαδόκε αδικοσκοτωμένε
και διά την πίστι του Χριστού σκληρά βασανισμένε.
Λυπήσου ναι και μας που βλέπεις τι τραβάμε
διαφέντεψέ μας Άγιε μας να σε δοξολογάμε».
Η δραματική αυτή επίκληση της βοήθειας του προστάτη της Σύρου Αγίου Γεωργίου για τη σωτηρία των δεινοπαθούντων από τις πειρατικές επιδρομές άτυχων Συριανών δίνει μια καθαρή εικόνα του δράματος, των βασάνων, των μαρτυρίων που υφίσταντο τότε οι γεωργοί της Σύρου.
Η πειρατεία στη Σύρο, όπως και στις άλλες Κυκλάδες, σταμάτησε, όπως προαναφέραμε, στα χρόνια του Καποδίστρια με τη δραστηριότητα εναντίον τους του ναυάρχου Μιαούλη. Το στήσιμο του αγάλματός του στην ομώνυμη πλατεία της Ερμούπολης, μπροστά από το δημαρχείο, ασφαλώς δεν είναι άσχετο και με την προσφορά αυτή του Μιαούλη στη Σύρο.
Πειρατείες υφίστατο και η Αμοργός, καθώς και τα γύρω νησάκια. Είδαμε έγγραφο της 2ας Απριλίου του 1816, σύμφωνα με το οποίο ένα κουρσάρικο με Μανιάτες πειρατές, σε επιδρομή τους στη Σχοινούσσα, αιχμαλωτίζει μια ναξιώτικη βάρκα του Γιωργάκη Μπαρδάκα.
Διάφορα έγγραφα και παραδόσεις δείχνουν πόσο υπέφερε παλιότερα το νησί της Αμοργού και τα γύρω νησάκια από τους ποικιλώνυμους πειρατές και τις ληστρικές επιδρομές τους. Η ζωή των Αμοργιανών, η τιμή και η περιουσία τους βρίσκονταν, την οποιαδήποτε ώρα, εκτεθειμένες στις άγριες διαθέσεις των ληστρικών κουρσάρων. Μια ζωή μαρτυρική, που σήμερα έμεινε πια στη μνήμη μας σαν θρύλος μακρινός και παραμύθι.
Η Φολέγανδρος στα 1715, η Κίμωλος, η Μήλος και οι άλλες Κυκλάδες υπέστησαν τα πάνδεινα από μέρους των άπληστων πειρατών και κουρσάρων, των γνωστών την εποχή αυτή ως «κλεφτοσφουγγαράδων».
«Η ετήσια επίσκεψις του ναυάρχου καπουδάν πασά εις τας Κυκλάδας -λέει ο Χ. Μουστάκας- και αι αιφνίδιαι πειρατών τινών αποβάσεις, διετήρουν τα πνεύματα εις ταραχήν τούτου δ’ ένεκεν νύκτα και ημέραν φρουροί εφ’ υψηλών σημείων της νήσου ιστάμενοι εφύλαττον τους κατοίκους, ειδοποιούντες τούτους περί της παρουσίας πειρατικού πλοίου, οπότε οι κάτοικοι έσπευδον να κλεισθώσιν εντός του Κάστρου μετά των ζώων αυτών, κλείοντες και τας πύλας».
Η Μήλος, εξαιτίας της επίκαιρης θέσης της -πέρασμα για Σμύρνη και Πόλη- αλλά και σαν καλό αραξοβόλι κι ορμητήριο για λεηλασίες, έγινε φωλιά πειρατών τόσο ντόπιων όσο και ξένων, σ’ όλο το διάστημα του 18ου ως το 19ο αιώνα. Στο τέλος του 18ου τόσο η Μήλος όσο και η Κίμωλος είχαν μεταβληθεί σε άντρο των πειρατών οι οποίοι διέτριβον στην Κίμωλο «ως και εν Μήλω καθ’ όλον τον χειμώνα διάγοντες εν ποτοίς και ευωχίαις και πάση άλλη ασωτία και κραιπάλη».
Ο πρόξενος της Ολλανδίας στη Μήλο Ταταράκης σε επιστολές του προς τον πρεσβευτή του στην Πόλη στα 1748, 1751, 1754, 1761, 1787, 1815 διεκτραγωδεί τα βάσανα που υφίστανται οι κάτοικοι της Μήλου και ο ίδιος από τους αδίστακτους πειρατές και κουρσάρους.
Τελικά και στη Μήλο το τελικό κτύπημα εναντίον των πειρατών δόθηκε επί Καποδίστρια από το ναύαρχο Μιαούλη.
Αν στην Τουρκοκρατία η πειρατεία βρισκόταν στο απόγειο της, με την έναρξη της Επανάστασης εξαφανίζεται —τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια— όπως μας πληροφορεί ο Σπ. Τρικούπης. Η πειρατεία στα χρόνια του Αγώνα παρουσιάζει έξαρση την περίοδο κατά την οποία ο αιγυπτιακός στρατός και στόλος συμπράττει με τους Τούρκους, για να καταπνίξουν την Επανάσταση.
Ο αριθμός των ελληνικών πλοίων που επιδίδονται σε πειρατικές επιδρομές αυξάνεται σταθερά εξαιτίας της δυσμενούς τροπής που παίρνει ο Αγώνας. Στις αρχές του 1828 περισσότερα από 1.000 πλοία ασχολούνται συστηματικά με την πειρατεία και λυμαίνονται το Αιγαίο. Από τον Ελλήσποντο ως τη Ρόδο και τα ανατολικά παράλια της Πελοποννήσου οι πειρατές προκαλούν με τη δράση τους πάμπολλα προβλήματα. Αυτός τελικά που κατόρθωσε να ελέγξει την κατάσταση ήταν ο Καποδίστριας, όταν ήρθε τον Ιανουάριο του 1828 στην Ελλάδα, για να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Η καταστολή της πειρατείας υπήρξε άμεση και εντυπωσιακή. Οι Δυνάμεις βέβαια πίεζαν τον Καποδίστρια σ* αυτό το θέμα, γιατί βλαπτόταν σοβαρά το εμπόριο τους. Ο κυβερνήτης οργάνωσε δύο ναυτικές μοίρες με τον Κ. Κανάρη και τον Ανδρέα Μιαούλη και με την παράλληλη δράση των ξένων στόλων κατέστρεψε τα ορμητήρια του Αιγαίου.
ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΑΤΣΩΝΗΣ - Ο ΚΥΝΗΓΟΣ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ - Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΕ ΠΟΛΛΟΥΣ ΝΗΣΙΩΤΙΚΟΥΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥΣ ΕΜΕΙΝΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ Η ΑΝΔΡΙΩΤΙΚΗ ΡΗΣΗ "ΚΙ΄ΑΝ Σ΄ΑΡΕΣΕΙ ΜΠΑΡΜΠΑ ΛΑΜΠΡΟ ΞΑΝΑΠΑΙΡΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΔΡΟ"
Η δολοφονία του Καποδίστρια (1831) και η αναρχία που ακολούθησε αναζωπύρωσε τη δραστηριότητα των πειρατών, μολονότι η Ελλάδα από το 1930 ήδη άρχισε τον ελεύθερο πολιτικό της βίο, που δεν της εξασφαλίζει όμως και την ανάλογη ευνομία. Ολοκληρώνοντας θα λέγαμε ότι, καθώς προχωρούμε μέσα στον 19ο αι., τα κρούσματα πειρατικών επιδρομών γίνονται σπανιότερα και είναι βέβαια ηπιότερης μορφής απ’ ό,τι σε προγενέστερες εποχές, γεγονός που σχετίζεται με την αρτιότερη κρατική οργάνωση αλλά και με τον εκσυγχρονισμό της ναυτιλίας.
Πηγή
http://www.istorikathemata.com/2011/09/1821_08.html
http://astypalaia.wordpress.com/