Πάει µια φορά να εξοµολογηθεί ένας που είχε καµπανάκια δεµένα στα πόδια.
Περίεργος ο παπάς τον ρωτά:
-
Τέκνον µου, γιατί φοράς καµπανάκια στα πόδια;
-
Ξέρετε πάτερ, τα φοράω για να µε ακούν τα ζουζουνάκια και να φεύγουν,
για να µην τα πατήσω και τα σκοτώσω. -
Τέκνον µου, εσύ είσαι άγιος άνθρωπος, γιατί ήρθες να εξομολογηθείς;
-
Πάτερ, έχω αµαρτίες.
-
Σε ακούω, τέκνον µου.
-
Να, πέρσι, ήρθε η ξαδέρφη µου στο σπίτι, και κουßέντα την κουßέντα της
έδωσα µία πίπ@. -
Τέκνον µου, αµαρτία, αλλά τα καµπανάκια δείχνουν ότι έχεις καλή ψυχή.
Συχωρεµένος να είσαι. -
Δεν τέλειωσα πάτερ…. Μετά από δυο µήνες ήρθε ο ανιψιός µου σπίτι, και
πάνω στην κουßέντα, τον έßαλα κάτω και του άλλαξα τα φώτα... -
Αµαρτία µεγάλη, τέκνον µου, αλλά τα καµπανάκια σε σώζουνε. Συχωρεµένος
να είσαι. -
Μα πάτερ, δεν τελείωσα. Πριν δύο µήνες ήρθε η νύφη µου στο σπίτι, και
πάνω στην κουßέντα της τον φόρεσα. Μετά από µία ßδοµάδα ήρθε η
θεία µου, και πάνω στην κουßέντα της τον έχωσα στα ßυζιά. Και
πριν δυο µέρες...
Πετάγεται όρθιος ο παπάς και του λέει: -
Άντε, χριστιανέ µου! Βγάλε τα καµπανάκια από τα πόδια σου και ßάλτα
στα @ρχίδι@ σου να σε ακούει ο κόσµος και να φεύγει