Η τραγωδία της Νιάλας
ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΕΝΕΖΑΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ 12 Απριλίου 2017
denezakis@imerodromos.gr
Ενας παγωμένος Απρίλης μιας παγωμένης χρονιάς, 1947. Στις αρχές του μήνα μπήκε σε εφαρμογή το σχέδιο Τέρμινους, που είχε σχεδιαστεί από τον αρχηγό της εγγλέζικης αποστολής Ρόλινγκς, οργανώθηκε από το γενικό επιτελείο του κυβερνητικού στρατού.
Τον Απρίλη του 1947 ξεκίνησαν οι πρώτες μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των κυβερνητικών δυνάμεων κατά του Δημοκρατικού Στρατού, στην αρχή στη Ρούμελη και στη συνέχεια στα Αγραφα, στον Κόζιακα, στα Τζουμέρκα, στα Χάσια, στα Αντιχάσια, στον Ολυμπο, στα Πιέρια και στο Γράμμο. Σκοπός των επιχειρήσεων αυτών, που άρχισαν με την προσωπική επίβλεψη του στρατιωτικού συμβούλου της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα, ναύαρχου Σνέκενμπεργκ, ήταν ο εγκλωβισμός και εξουδετέρωση των τμημάτων του ΔΣΕ κατά περιοχές και ο εξαναγκασμός τους σε άτακτη φυγή, ώστε να επιτευχθεί κατά ένα μέρος η εξόντωσή τους και κατά ένα άλλο μέρος το σπρώξιμό τους στα εδάφη των γειτονικών Λαϊκών Δημοκρατιών
Στις 5 Απρίλη 1947 ο στρατός εξορμά με 7 Μεραρχίες με σύνολο 40 τάγματα πεζικού, 36 λόχους ΛΟΚ, 20 τάγματα χωροφυλακής, 43 τάγματα εθνοφρουράς, στο γενικό σύνολο 80.000, με 60 αεροπλάνα και 40 πυροβόλα. Απέναντι, το Αρχηγείο Ρούμελης έχει να αντιπαραθέσει όλους κι όλους 1.000 αντάρτες. Το ειδικό σχέδιο ονομάζεται «Αετός».
Από Καρδίτσα, Καρπενήσι και Αρτα τρεις καλά εξοπλισμένες ταξιαρχίες του κυβερνητικού στρατού ξεκινούν τις επιχειρήσεις στα Αγραφα.
Στην περιοχή δρούσε το τάγμα του Σοφιανού και μικρές ομάδες ανταρτών. Οι πρώτες σκληρές μάχες δόθηκαν στα ριζά των Αγράφων και την περιοχή της Νεβροπόλεως, όπου σήμερα είναι η λίμνη Πλαστήρα. Κάτω από την πίεση ισχυρών κυβερνητικών δυνάμεων το τάγμα του Σοφιανού, με 350 – 400 μαχητές, ακολουθούμενο από εκατοντάδες καταδιωκόμενους πολίτες και πολιτικές οργανώσεις της Καρδίτσας αναγκάστηκε να αποτραβηχτεί στα Πετρίλια και κατόπιν στα Μεγάλα Βραγγιανά. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη. Μόνη διέξοδος το πέρασμα από τον ορεινό αυχένα της Νιάλας.
Στα Βραγιανά Ευρυτανίας οι τρεις ταξιαρχίες έσφιξαν σαν τανάλια το τάγματος του ΔΣΕ. Εκεί βρισκόταν επίσης ένα κινητό νοσοκομείο με βαριά τραυματίες, καθώς και οικογένειες ανταρτών, που κυνηγημένες από τη Χωροφυλακή είχαν εγκαταλείψει τα χωριά τους, αναζητώντας καταφύγιο στις πλησιέστερες μονάδες του Δημοκρατικού Στρατού.
Ο ταγματάρχης Σοφιανός κατάλαβε γρήγορα ότι ήταν αποκλεισμένος και εντελώς ξεκομμένος από τις άλλες ανταρτικές ομάδες. Σ’ ένα σπίτι των Βραγγιανών συγκεντρώθηκε η διοίκηση του τάγματος, οι διοικήσεις των λόχων και διμοιριών και τα πολιτικά στελέχη της Οργάνωσης όπως ο Βασίλης Τσιρώνης, γραμματέας της Επιτροπής Πόλης Καρδίτσας του ΚΚΕ, η Βαγγελίτσα Κουσιάντζα, μέλος της Επιτροπής, ο Βαγγέλης Ταγκούλης, μέλος της Νομαρχιακής του ΕΑΜ Καρδίτσας, ο Σούλας από το Γραφείο Περιοχής του Κόμματος στη Θεσσαλία κι άλλοι, για να εξετάσουν από κοινού την κατάσταση και να αποφασίσουν τι πρέπει να γίνει.
Η μόνη διέξοδος για να βγουν από τον κλοιό ήταν να περάσουν από τον αυχένα της Νιάλας, αν ο στρατός δεν είχε φτάσει ως εκεί.
Θα έβρισκαν σωτηρία αν το τάγμα κατάφερνε να φτάσει στη Σάικα και στο Καροπλέσι, από όπου θα έμπαιναν στην περιοχή της Βουλγάρας, εκεί που βρισκόταν το Γενικό Αρχηγείο και το Αρχηγείο Θεσσαλίας του ΔΣΕ.
Το εγχείρημα δύσκολο και επικίνδυνο, γιατί έπρεπε να περάσουν τα ανεμοδαρμένα και αφιλόξενα ύψη των 1.700 – 1.800 μ. της Νιάλας. Κοντά σ’ αυτό, ένα από τα μεγάλα προβλήματα του τάγματος, ήταν 200 περίπου «πολιτικοί», δηλαδή άοπλοι πολίτες, συγγενείς ανταρτών, γυναικόπαιδα, μέλη πολιτικών οργανώσεων κ.α. οι οποίοι προκειμένου να γλιτώσουν από το μαχαίρι των παρακρατικών συμμοριών (Σούρλα – Βουρλάκη – Παπαναξαγόρα κ.ά.) ακολουθούσαν το τάγμα του Σοφιανού.
Η εισήγηση του Σοφιανού γίνεται αποδεκτή, γιατί ήταν η μόνη λύση που τους έβγαζε από το τραγικό αδιέξοδο.
Μεγάλη Παρασκευή, 11 Απρίλη, το τάγμα με τους τρεις λόχους του ξεκινάει τη μεγάλη πορεία. Μπροστά μπήκε η διοίκηση του τάγματος και ακολουθούν ο 1ος και ο 2ος λόχος (Σοφιανός, Φωτεινός, Τρανταφυλλίδης, Αποστόλης). Στη μέση οι πολίτες και τα γυναικόπαιδα και οπισθοφυλακή ο 3ος λόχος του Ερμή (Γιάννης Παπαϊωάννου).
Στη φάλαγγα προστέθηκαν 2-3 μουλάρια φορτωμένα με ειδικές προμήθειες (έναν μικρό πολύγραφο, υλικά τυπογραφείου κλπ). Στα πρώτα βήματα ξεσπά άγρια κακοκαιρία με βροντές, αστραπές, κατακλυσμιαίες βροχές, κρύο ανυπόφορο και η Νιάλα είναι ακόμα πολύ μακριά και αόρατη από τα μολυβένια σύννεφα που τη σκεπάζουν. Ο δρόμος, ένας κατσικόδρομος με ατέλειωτες στροφές, τραχύς, δύσκολος και δύσβατος. Σε λίγο το κρύο γίνεται πολικό και η βροχή μετατρέπεται σε χιόνι. Παρά ταύτα η φάλαγγα, μια τεράστια αργοκίνητη σαρανταποδαρούσα, συνεχίζει αργά την πορεία της και όλοι ελπίζουν στο ποθούμενο τέρμα. Το χιόνι, όσο πάει, γίνεται πιο πυκνό, ο δρόμος αδιάβατος και το κρύο ανυπόφορο αρχίζει να παγώνει ανθρώπινες υπάρξεις. Φτάνουν σε ένα μονοπάτι κατσικόδρομο και εκεί έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με τον Χάρο.
Το μονοπάτι, που δεν ήταν μεγαλύτερο από 300 – 350 μέτρα, είχε παγώσει και γλιστρούσε θανάσιμα. Πολλοί αντάρτες και «πολιτικοί» πέταξαν τα παπούτσια τους και περπάτησαν με τις κάλτσες για να γαντζώνουν στον πάγο. Οποιος γλιστρούσε χανόταν για πάντα. Τα πρώτα θύματα της φριχτής παγωνιάς είναι τα μωρά και οι γυναίκες. Σε αυτά τα 300 – 350 μέτρα χάθηκαν ή πάγωσαν μερικές δεκάδες μαχητές και «πολιτικοί».
Εδώ γλίστρησαν όλα τα ζώα και χάθηκαν στη βαθιά χαράδρα.
«Τα μεταγωγικά του τάγματος – διηγείται ο Βασίλης Φυτσιλής — ήταν πια αδύνατο να προχωρήσουν. Τα ξεφόρτωσαν, κι έκρυψαν πρόχειρα το μοναδικό κανόνι μας και τον άλλο βαρύ οπλισμό, εκεί γύρω στα βράχια.
Το δικό μας το μουλάρι πάλεψε φιλότιμα, όσο μπόρεσε. Στο φρύδι ενός γκρεμού, τα πισινά του πόδια γλίστρησαν πάνω στον πάγο και έπεσε προς τα πίσω. Μόλις που πρόφτασα ν’ αφήσω την αλυσίδα. Θα με τραβούσε και μένα μαζί του.
Στάθηκα βουβός, κι άκουγα το κατρακύλισμα μέσα στο σκοτάδι. Το μοναδικό ζώο που πήρε μέρος στην πορεία μας κι έφτασε τόσο κοντά στον αυχένα της Νιάλας, με όλο το πολύτιμο φορτίο του, τον πολύγραφο, τις μηχανές κι όλο το υλικό του τυπογραφείου μας, χάθηκε μέσα στην άγρια χαράδρα. Μαζί του χάθηκε και το μαντολινάκι μου. Το δώρο του αδελφού…
— Προχωρείτε! Προχωρείτε!.. Μην κόβετε τη φάλαγγα! φώναζαν κάθε λίγο οι επικεφαλής. Μια καθυστέρηση, ένα κόψιμο της φάλαγγας μέσα σε κείνον το χιονιά και το σκοτάδι, ήταν κίνδυνος θανάτου για τους παραπίσω.
Βαδίζαμε, κρατώντας ο ένας τον άλλον απ’ τη χλαίνη, απ’ το σακάκι, απ’ τα χέρια. Μια ανθρώπινη αλυσίδα, που πάλευε, με πείσμα, να νικήσει αυτή την ξαφνική, την αναπάντεχη οργή της φύσης. Χιόνι και αέρας και παγωνιά θανατερή, στα μέσα του Απρίλη…
Ενας επίτροπος προσπέρασε βιαστικά, με το χέρι λυγισμένο μπροστά στα μάτια του, σαν ασπίδα.
— Κουράγιο σύντροφοι! Προχωράτε κοντά – κοντά. Να κρατιέστε ο ένας απ’ τον άλλον. Μην κόβετε τη φάλαγγα. Θα περάσουμε! Μετά τον αυχένα θα έχουμε κατήφορο. Κουράγιο!»
Το βράδυ, 12 Απρίλη, η εμπροσθοφυλακή, ο 1ος και ο 2ος λόχος φθάνουν στην κορυφή του αυχένα και με μια ηρωική προσπάθεια περνούν την πόρτα του θανάτου, το διάσελο της Νιάλας, δεν συναντούν τον Στρατό, και κρυμμένοι μέσα στη χιονοθύελλα, χωρίς ιδιαίτερες απώλειες συνεχίζουν κανονικά την πορεία προς τη Σιάκα.
Ο 3ος λόχος όμως με τους πολίτες βρίσκεται, ξαφνικά, αποκομμένος από την κυρίως φάλαγγα, το κρύο συνεχίζει να είναι πολικό, ο αέρα λυσσομανά και η ορατότητα στο ένα μέτρο. Το χειρότερο δεν είχαν πια οδηγό – σύνδεσμο. Ο ντόπιος σύνδεσμός τους μόλις βγήκε στον αυχένα πάγωσε.
Ο Ερμής κάνει μια γρήγορη ανασύνταξη, δημιουργεί μια νέα φάλαγγα χωρίς οδηγό. Χωρίς προσανατολισμό προχωρούν πάνω στην κορφή των Αγράφων, στα τυφλά.
Μετά από 2-3 χιλιόμετρα, σε ένα μικρό αυχένα, σε ένα κάπως ξέφωτο αντίκρισαν στρατιωτικά αντίσκηνα. Είχαν πέσει μέσα σε καταυλισμό του κυβερνητικού στρατού.
Η 72 Ταξιαρχία του κυβερνητικού στρατού στην προσπάθειά του να κλείσει τα «περάσματα» έπιασε και το πέρασμα της Νιάλας από την προηγούμενη μέρα (11 Απρίλη) με έναν λόχο και με διοικητή τον ταγματάρχη Αλευρά. Όταν όμως ξέσπασε η πολική χιονοθύελλα και το τρομερό κρύο, οι περισσότεροι στρατιώτες δεν το άντεξαν, άφησαν πάνω στη Νιάλα τα αντίσκηνά τους και αρκετοί τον οπλισμό τους και γύρισαν πίσω στο χωριό Αγραφα, στην έδρα του τάγματός τους.
Στον καταυλισμό έμεινε ο ταγματάρχης Αλευράς με περίπου τριάντα στρατιώτες, αρκετοί από αυτούς ήδη βρίσκονταν στα πρώτα στάδια των κρυοπαγημάτων.
Οι αντάρτες του Ερμή πλησίασαν και άνοιξαν τα μισοσκεπασμένα από το χιόνι αντίσκηνα. Αρκετά ήταν άδεια, σε άλλα αντίκρισαν φαντάρους τυλιγμένους με χλαίνες και κουβέρτες.
«Σαστισμένοι οι φαντάροι, γράφει ο Μενέλαος Μούστος, κοιτάνε τους μαχητές του ΔΣΕ να κατεβάζουν τους γυλιούς τους και ν’ αποθέτουν τα όπλα τους σαν νάταν παλιοί γνώριμοι ή νοικοκύρηδες στις σκηνές. Παίρνουν κι αυτοί θάρρος. Ξεκουκουλώνονται.
— Είμαστε αδέλφια, λένε, μη μας πειράξετε, ούτε εμείς θα σας πειράξουμε.- Αδέρφια, αδέρφια, απαντάνε οι δικοί μας».
Και ξαφνικά, έστω για λίγο, η παγωνιά επέβαλε μια «ανακωχή». Στρατιώτες του Εθνικού Στρατού και στρατιώτες του Δημοκρατικού Στρατού έδωσαν τα χέρια. Χαμογέλασαν. Αφησαν στην άκρη τις μεγάλες διαφορές τους και σαν παλιοί φίλοι βολεύτηκαν στα αντίσκηνα μοιράζοντας μεταξύ τους κουβέρτες, κονιάκ, σταφίδες, ψωμί, σοκολάτες…
Το λιτό μνημείο στη θέση της θυσίας: «Στη θέση αυτή έπεσαν χτυπημένοι από φοβερή χιονοθύελλα αντάρτες του ΔΣΕ – στρατιώτες του κυβερν. Στρατού και άμαχοι πολίτες, στις 12.4.1947». Στη μικρή μαρμάρινη πλάκα δεξιά: «Διαβάτη που περνάς άφησε εδώ ένα λουλούδι για όλους τους αδικημένους του εμφύλιου». Φωτογραφία: Θοδωρής Αθανασιάδης
Ο Ταγματάρχης Αλευράς, όμως, δεν μπορούσε να διανοηθεί μια τέτοια εξέλιξη, πίστεψε ότι οι αντάρτες έπεσαν στα χέρια του και ήταν ήδη αιχμάλωτοί του. Αφού με τον ασύρματο πληροφορεί τον Διοικητή της 72ης Ταξιαρχίας ότι κρατά «περί τους 100 συμμορίτας αιχμαλώτους», ονειρευόμενος δάφνες και τιμές, φοράει την κάπα του και βγαίνει από τη σκηνή του να επιθεωρήσει το χώρο του. Πέφτει πρόσωπο με πρόσωπο με τον Ερμή, που γύριζε από σκηνή σε σκηνή δίνοντας κουράγιο σε όλους.
— Εσύ που πας; ποιος είσαι; ρωτάει ο Αλευράς.
— Εσύ ποιος είσαι; απαντάει με ερώτηση ο Ερμής.
— Είμαι ο ταγματάρχης Αλευράς του Εθνικού Στρατού.
— Κι εγώ είμαι ο καπετάν Ερμής, διοικητής του 3ου λόχου του τάγματος Σοφιανού.
— Παραδόσου αμέσως! διατάζει ο Αλευράς αγριεμένος.
Ο Ερμής, αγνοώντας τον κίνησε να φύγει. Τότε ο Αλευράς βγάζει το περίστροφό του και τον πυροβολεί. Η σφαίρα περνά ξυστά πάνω από τον αριστερό ώμο του Ερμή.
Αστραπιαία αντιδρά ο Ερμής, βγάζει και αυτός το περίστροφό του και πυροβολεί τον Αλευρά λέγοντας: «ταγματάρχη δεν ξέρεις καλό σημάδι».
Ο θάνατος όμως του Αλευρά έγινε αιτία να πάρει τέλος η εκεχειρία. Ο Ερμής σήμανε αμέσως συναγερμό και μαζί με τα στελέχη του γύριζαν από σκηνή σε σκηνή φωνάζοντας: «Φεύγουμε – φεύγουμε!».
Γρήγορα – γρήγορα μαχητές και «πολιτικοί», αφού ευχαρίστησαν θερμά τους στρατιώτες για τη φιλοξενία, τους αποχαιρέτησαν, μπήκαν στη σειρά, σχημάτισαν φάλαγγα και άρχισαν να κατηφορίζουν προς τη Σιάκα, όπου έφτασαν αργά το απόγευμα.
Όμως η τραγωδία είχε συνέχεια. Σε 4-5 αντίσκηνα που ήταν κάπως απομακρυσμένα, ο δυνατός άνεμος και το διαβολεμένο βουητό δεν επέτρεψαν να ακουστούν οι φωνές «φεύγουμε… φεύγουμε…». Μέσα σε αυτές τις σκηνές είχαν βρει καταφύγιο 31 αντάρτες και «πολιτικοί», ανάμεσά τους και μια γυναίκα, η Βαγγελίτσα Κουσιάντζα.
Όπως διηγείται ο μαχητής του ΔΣΕ Βαγγέλης Λαζαρίδης και μεταφέρει ο Π. Μπόζεμπεργκ:
«Αργά το απόγευμα ‘όταν φτάσαμε στη Σιάκα εκεί διαπιστώσαμε την απώλεια 31 συντρόφων μας. Ο Ερμής τότε διάλεξε μια ομάδα από 15 αντάρτες, με επικεφαλής τον Επίτροπο του λόχου Κοσμά Κιουτόγλου, πρωί – πρωί να κινήσουμε για τον αυχένα και να δούμε τι απέγιναν οι σύντροφοί μας…
Χαράματα η ομάδα κίνησε και ύστερα από μια δύσκολη πορε΄’ια 3 ωρών μέσα στα χιόνια και με χίλιες προφυλάξεις φτάσαμε στον αυχένα της Νιάλας.
Εδώ δεν βρήκαμε κανέναν, ούτε στρατό, ούτε αντάρτες…
Ο Στρατός την προηγούμενη μέρα είχε ανέβει και τα μάζεψε όλα. Ο καιρός ήταν καλός και έτσι μπορέσαμε να χτενίσουμε τον καταυλισμό ψάχνοντας. Ψάχνοντας λοιπόν, κάτω από ‘έναν βράχο είδα ένα κομμάτι από αντίσκηνο σκεπασμένο από πολύ χιόνι, το τραβάω και τότε βλέπω μελανιασμένο, σχεδόν κοκαλιασμένο, μόλις ανέπνεε… τον σύντροφό μας Χρήστο Μανούδη, από το χωριό Κριτσώνα Κιλκίς, ανάμεσα σε δυο παγωμένους – πεθαμένους στρατιώτες. Φώναξα την ομάδα και κουβαλητό τον μεταφέραμε στη Σιάκα, όπου του δώσαμε τις πρώτες βοήθειες,,, Ο Μανούδης σώθηκε…»
Τα μισοπαγωμένα μέλη της πολιτικής οργάνωσης και μερικούς άλλους πολίτες τους ξύπνησαν από το λήθαργο οι βρισιές και οι κλοτσιές ανδρών του κυβερνητικού στρατού, οι οποίοι ήρθανε πρωί πρωί από το χωριό Αγραφα, για να δούνε τους δικούς τους, τους φόρεσαν χειροπέδες και έπειτα από ένα πικρό οδοιπορικό τους μετέφεραν στη Λαμία. Εκεί τους πέρασαν από το έκτακτο Στρατοδικείο, στις 3.5.47, και δέκα απ’ αυτούς τους καταδίκασαν σε θάνατο, τους δε υπολοίπους σε ισόβια δεσμά.
Οι καταδικασθέντες σε θάνατο ξεπέρασαν τον εαυτό τους, στις δύσκολες εκείνες ώρες και αναδείχτηκαν άξιοι ηγήτορες και ήρωες του ΔΣΕ.
Η ώρα της εκτέλεσης για τους δέκα μελλοθανάτους φθάνει στις 4 το πρωί, στις 9 Μάη 1947. Τόπος εκτέλεσης το νεκροταφείο της Ξηριώτισσας. Οι μελλοθάνατοι άφοβοι μπροστά στο θάνατο στήνουν τον ηρωικό χορό του Ζαλόγγου. Η Βαγγελίτσα, φορώντας το κόκκινο μεταξωτό φουστάνι της, σέρνει πρώτη το χορό και την ακολουθούν οι υπόλοιποι εννέα τραγουδώντας, σ’ αυτό το “παράξενο” το συγκλονιστικό ξεφάντωμα.
‘Εκπληκτοι, οι άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος που προέρχονται από το 106 Τάγμα, από το ανεπανάληπτο αυτό θέαμα, αρνούνται να τους εκτελέσουν. Το φονικό έργο θα το αναλάβουν “μαυροσκούφηδες” και “ΜΑΥδες”.
Οι δέκα αγωνιστές και ήρωες που έπεσαν νεκροί μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα είναι:
Αθανάτος Δημήτρης, από το Ελευθεροχώρι Ελασσόνας, μαχητής του ΔΣΕ
Βαρνάβας Αλέκος, από το Νεοχώρι Τρικάλων, μαχητής του ΔΣΕ
Καψάλης Θανάσης, από τη Συκία Ελασσόνας, μαχητής του ΔΣΕ
Κυρίτσης Χαρίλαος, από τη Χάσια, μαχητής του ΔΣΕ
Χασιώτης Δημήτριος, από τη Συκία Ελασσόνας, μαχητής του ΔΣΕ
Γαλανίτσας Αλέκος, από τον Ματαράγκα Καρδίτσας, πολιτικό στέλεχος
Κουσιάντζα Βαγγελίτσα, από τον Παλαμά Καρδίτσας, πολιτικό στέλεχος
Παπαγεωργίου Μήτσος, από το Καπουτσί, πολιτικό στέλεχος
Τσιρώνης Βασίλης, από την Καρδίτσα, πολιτικό στέλεχος
Χαλκιάς Κώστας, από την Καρδίτσα, πολιτικό στέλεχος
Δυο άλλοι, ο Παπαλέξης Σωκράτης και ο Σεραφέας Αντώνης πέθαναν καθ’ οδόν και στέρησαν τη χαρά στους στρατοδίκες να τους καταδικάσουν σε θάνατο.
Μαζί με τους 10 της Νιάλας εκτελέστηκε και ο ανθυπολοχαγός του ΕΛΑΣ Σόλων (Αγιομαυρίτης Νίκος).
Οι υπόλοιποι δεκαεννέα καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά.
Στον αυχένα της Νιάλας, έπειτα από πολλές δεκαετίες στήθηκε ένα απλό μνημείο για να θυμίζει τη φρίκη του εμφυλίου, μια μαρμάρινη πλάκα που γράφει:
ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΑΥΤΗ ΕΠΕΣΑΝ
ΧΤΥΠΗΜΕΝΟΙ ΑΠΟ
ΦΟΒΕΡΗ ΧΙΟΝΟΘΥΕΛΛΑ
ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΤΟΥ Δ.Σ.Ε.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΤΟΥ
ΚΥΒΕΡΝ. ΣΤΡΑΤΟΥ
ΚΑΙ ΑΜΑΧΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ
ΣΤΙΣ 12-4-1947